Διαβήτης & καρδιαγγειακή νόσος: Η μείζων συννοσηρότητα

Οι συννοσηρότητες και οι επιπλοκές είναι συχνές στον σακχαρώδη διαβήτη, με πιο επικίνδυνες τις καρδιαγγειακές, η πολυπαραγοντική ωστόσο αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου και η χρήση νεότερων φαρμάκων μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων.

Σακχαρώδης διαβήτης, υπέρταση και νεφρική ανεπάρκεια

Ο επιπολασμός του διαβήτη τα τελευταία χρόνια ακολουθεί ανοδική πορεία και η νόσος έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις σε όλο τον κόσμο, ξεκίνησε την εισήγησή του ο κ. Αλέξιος Σωτηρόπουλος, επισημαίνοντας πως στην Ελλάδα τα αποτελέσματα της επιδημιολογικής μελέτης ΕΜΕΝΟ έδειξαν πως το 2015 ο συνολικός επιπολασμός του σακχαρώδους διαβήτη ανερχόταν σε 11,9%.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια σύνθετη νόσος με μικρο- και μακρο-αγγειακές επιπλοκές, υπογράμμισε ο ομιλητής, με τις σημαντικότερες και πιο επικίνδυνες εξ αυτών να είναι οι καρδιαγγειακές επιπλοκές. Ένας στους τρεις νέους με διαβήτη τύπου 1 και τρεις στους τέσσερις νέους με διαβήτη τύπου 2 έπειτα από 8 χρόνια ΣΔ έχουν τουλάχιστον μία χρόνια επιπλοκή ή συννοσηρότητα, συνέχισε, με την αύξηση του επιπολασμού των επιπλοκών να οδηγεί και σε επακόλουθη αύξηση του κόστους.
Ο διαβήτης και η υπέρταση, τόνισε ο κ. Σωτηρόπουλος, παρουσιάζουν άμεση συσχέτιση με τη χρόνια νεφρική νόσο. Η χρόνια νεφρική νόσος είναι συχνή στους διαβητικούς ασθενείς, με τον διαβήτη να αποτελεί το κύριο αίτιο διαβητικής νεφροπάθειας παγκοσμίως. Στη χώρα μας, συνέχισε, η μελέτη REDIT που διεξήχθη από την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία έδειξε πως το συνολικό ποσοστό ασθενών με μέτρια, σοβαρή ή πολύ σοβαρή ΧΝΝ στην Ελλάδα ανέρχεται σε 44,5%.
Οι πιο συχνοί τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου στον ΣΔ τύπου 2 είναι η υπεργλυκαιμία, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία και η παχυσαρκία, επισήμανε ο κ. Σωτηρόπουλος, και όσο περισσότερους από αυτούς τους παράγοντες κινδύνου έχει ένας διαβητικός ασθενής τόσο περισσότερο αυξάνεται ο κίνδυνος καρδιαγγειακού θανάτου.
Η υπεργλυκαιμία έχει δειχθεί πως αποτελεί έναν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα κινδύνου τόσο για στεφανιαία νόσο όσο και για αγγειακό θάνατο σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, συμπλήρωσε ο ομιλητής, ενώ, όσον αφορά στην υπέρταση, μελέτη σε άτομα ηλικίας 40-69 ετών έδειξε πως ο κίνδυνος καρδιαγγειακής θνητότητας διπλασιάζεται με κάθε αύξηση κατά 20/10 mmHg της Συστολικής / Διαστολικής Αρτηριακής Πίεσης.
Τα εθνικά επιδημιολογικά δεδομένα του 2015 για την υπέρταση (μελέτη ΕΜΕΝΟ), υπογράμμισε ο κ. Σωτηρόπουλος, έδειξαν πως περίπου το 1/3 του συνολικού πληθυσμού είναι υπερτασικοί ασθενείς, με περίπου το ήμισυ εξ αυτών να είναι αδιάγνωστοι.
Στη μελέτη UKPDS, όπου συγκρίθηκε η επίδραση του αυστηρού γλυκαιμικού ελέγχου έναντι της αυστηρής ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης στη μείωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε ασθενείς με ΣΔτ2, διαπιστώθηκε πως τη μεγαλύτερη επίδραση έχει η βελτίωση της αρτηριακής πίεσης και των λιπιδίων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα άλλης μελέτης με μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών, συμπλήρωσε, η εντατική πολυπαραγοντική αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών παραγόντων μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε διαβητικούς ασθενείς.
Στη χώρα μας, συνέχισε, μία αναδρομική μελέτη παρατήρησης σε τρία διαβητολογικά κέντρα του νομού Αττικής έδειξε πως η ρύθμιση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου ασθενών με διαβήτη τύπου 2 κατά την τελευταία εικοσαετία [HbA1c<7%, ΣΑΠ<140 mmHg, LDL-C<100 mg/dl (%)] παρουσίασε σταδιακή αύξηση από 1% το 1998 σε 31,1% το 2018. Αυτό δείχνει ασφαλώς πως οι καρδιαγγειακές επιπλοκές που σχετίζονται με τον ΣΔ τύπου 2 έχουν αρχίσει να μειώνονται με τη βελτίωση στη φαρμακευτική αγωγή, εξήγησε, ωστόσο η επιβάρυνση που εξακολουθεί να υπάρχει είναι ακόμη μεγάλη.
Η μείωση της εμφάνισης της επιπλοκής της ΧΝΝ στους διαβητικούς ασθενείς είναι εφικτή, συνέχισε ο κ. Σωτηρόπουλος, με αυστηρό γλυκαιμικό έλεγχο, έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, αποκλεισμό του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης και μείωση της πρωτεϊνουρίας, έλεγχο των λιπιδίων, μείωση του σωματικού βάρους σε παχύσαρκους, διακοπή του καπνίσματος και αποφυγή νεφροτοξικών παραγόντων.
Αναφερόμενος ακολούθως στις θεραπείες, ο ομιλητής σχολίασε πως οι δύο κατηγορίες φαρμάκων που φαίνεται να έχουν δράση και όφελος στους νεφρούς είναι οι αναστολείς SGLT2 και οι GLP-1 αγωνιστές. Για τους αναστολείς SGLT2, μελέτες έδειξαν πως μειώνουν τα καρδιαγγειακά συμβάματα και έχουν σημαντικά νεφρικά προστατευτικά οφέλη. Τα συνολικά οφέλη των SGLT2, εξήγησε ο εισηγητής, είναι ότι μειώνουν την αρτηριακή πίεση, αυξάνουν την αποβολή νατρίου, αναστέλλουν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης, μειώνουν το σωματικό λίπος, αυξάνουν τον αιματοκρίτη και σταματούν την εξέλιξη της νεφρικής νόσου. Οι GLP-1 αγωνιστές, συνέχισε ο κ. Σωτηρόπουλος, φαίνεται ότι επίσης έχουν δράση στη μείωση της μικροαλβουμινουρίας, ωστόσο η σύγκριση των δύο κατηγοριών έδειξε ότι οι SGLT2 προσφέρουν πολύ μεγαλύτερα οφέλη έναντι των GLP-1 αγωνιστών. Στη θεραπεία της υπέρτασης, από την άλλη, συμπλήρωσε ο ομιλητής, μελέτες έχουν δείξει ότι η κατηγορία των αναστολέων ΜΕΑ οδηγεί σε μείωση της νεφρικής έκπτωσης και προφυλάσσει τον νεφρό.
Αφού αναφέρθηκε στον στόχο και τις θεραπευτικές προσεγγίσεις για την αρτηριακή πίεση στον ΣΔ τύπου 2, σύμφωνα με την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία, αλλά και την Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία, ο ομιλητής υπογράμμισε πως η χρόνια νεφρική νόσος είναι μια επικίνδυνη και σιωπηλή νόσος, κυρίως σε ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη. Θα πρέπει να γίνεται πάντα εκτίμηση του eGFR και του λόγου λευκωματίνης/κρεατινίνης ούρων σε τυχαίο δείγμα και να αντιμετωπίζονται οι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες, συμπλήρωσε. Η αντιμετώπιση του ασθενή είναι απαραίτητο να επικεντρώνεται σε όλους τους παράγοντες κινδύνου, ολοκλήρωσε την ομιλία του ο κ. Σωτηρόπουλος, και όχι να στοχεύουμε μόνο στον Σακχαρώδη Διαβήτη.

Σακχαρώδης διαβήτης και καρδιακή ανεπάρκεια

Η επιδημιολογία ενός νοσήματος είναι πολύ σημαντική, τόνισε ο κ. Ιωάννης Παρίσης λαμβάνοντας τη σκυτάλη, καθώς μας δίνει στοιχεία αφενός για τη φυσική ιστορία και εξέλιξη του νοσήματος στον χρόνο αφετέρου για τις στρατηγικές που το ανακόπτουν ή που χρειάζονται προκειμένου να ανακοπεί η εξέλιξή του.
Η καρδιακή ανεπάρκεια τείνει να γίνει πανδημία, δήλωσε ο ομιλητής, συμπληρώνοντας πως περίπου 2% του ελληνικού πληθυσμού έχει καρδιακή ανεπάρκεια, με το ποσοστό αυτό να ανέρχεται στις ηλικίες άνω των 65 ετών σε περίπου 10%. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η βελτίωση τόσο στη θεραπεία της στεφανιαίας νόσου όσο και στη θεραπεία της ίδιας της καρδιακής ανεπάρκειας αποτελούν τους σημαντικότερους λόγους του αυξανόμενου επιπολασμού της νόσου, εξήγησε.
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια νόσος που χρειάζεται πολύπλευρη αντιμετώπιση ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται ο ασθενής και τις συννοσηρότητες που φέρει, τόνισε ο ομιλητής, και το σύστημα υγείας όσο εξελίσσεται η νόσος σε πιο προχωρημένα στάδια καλείται να αντιμετωπίσει την επιβάρυνση από τις αυξημένες νοσηλείες που απαιτούνται. Σύμφωνα με ευρωπαϊκά στοιχεία, εξήγησε, περίπου 30% των ασθενών που θα εισαχθούν στο νοσοκομείο για καρδιακή ανεπάρκεια και θα λάβουν εξιτήριο θα επανεισαχθούν για τον ίδιο λόγο εντός του επομένου τριμήνου, ενώ κάθε νοσηλεία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για αύξηση της θνητότητας.
Για την καρδιακή ανεπάρκεια με μειωμένο κλάσμα εξωθήσεως (το οποίο κατόπιν μελετών αναμένεται να προσδιορισθεί στις νέες κατευθυντήριες οδηγίες στο <50% αντί του <40% που ίσχυε), υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες που βελτιώνουν αποδεδειγμένα τη θνητότητα, κάτι που δεν συμβαίνει ωστόσο και για την καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρούμενο κλάσμα εξωθήσεως (>50%) όπου αποδεδειγμένη δράση έχουν μόνο τα διουρητικά και η διαχείριση των συννοσηροτήτων.
Τα στάδια της καρδιακής ανεπάρκειας έχουν επίσης μεγάλη σημασία, συνέχισε ο ομιλητής, καθώς η αρχική αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου μπορεί να προλάβει την εξέλιξη και να ανακόψει την πορεία της νόσου. Η συγκράτηση και σταθεροποίηση της καρδιακής ανεπάρκειας στα πρώιμα στάδια, εξήγησε, είναι πολύ σημαντική καθώς ουσιαστικά σημαίνει πρόληψη της νόσου.
Μία και μόνο νοσηλεία για το σύνδρομο αυξάνει κατά 2,5 φορές τη θνητότητα, σύμφωνα με πρόσφατη ευρωπαϊκή μελέτη στην οποία συμμετείχε και η χώρα μας, τόνισε ο κ. Παρίσης, εξηγώντας πως οι νοσηλείες οδηγούν τον ασθενή στο τελικό στάδιο, όπου η θνητότητα είναι πολύ υψηλή και η επιβάρυνση για το σύστημα υγείας πολύ μεγάλη.
Αξίζει να σημειωθεί πως 70% της οικονομικής επιβάρυνσης της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας οφείλεται στις νοσηλείες, συνέχισε, ενώ τα φάρμακα ευθύνονται για μόλις 18% των δαπανών και οι επισκέψεις στην πρωτοβάθμια φροντίδα για 8%. Επομένως, η χρήση πιο ακριβών αποτελεσματικών φαρμάκων και η αυξημένη παρακολούθηση των ασθενών σε πρώιμα στάδια σε εξωτερικά ιατρεία είναι μία cost effective στρατηγική, καθώς μπορεί να μειώσει σημαντικά το κόστος από τις νοσηλείες, υπογράμμισε.
Σύμφωνα με τις κλινικές μελέτες, συνέχισε, ο διαβήτης συνυπάρχει με την καρδιακή ανεπάρκεια σε ένα ποσοστό 30-40%, επιδεινώνοντας την καρδιακή ανεπάρκεια και διπλασιάζοντας τη θνητότητα των ασθενών, καθώς βλάπτει τη νεφρική, διαστολική και αγγειακή λειτουργία και επιδεινώνει τον μεταβολισμό του μυοκαρδίου. Ο έντονος γλυκαιμικός έλεγχος δεν συνιστάται στους ασθενείς με διαβήτη και καρδιακή ανεπάρκεια, πρόσθεσε ο κ. Παρίσης, καθώς οι υπογλυκαιμίες αποτελούν τον κύριο φόβο σε αυτή την κατηγορία ασθενών, επειδή έχουν καταστροφικές συνέπειες στα μυοκαρδιακά κύτταρα, τα οποία ήδη λειτουργούν με μειωμένο μεταβολισμό.
Αν και διαθέτουμε ορισμένα στοιχεία για την ασφάλεια των αντιδιαβητικών φαρμάκων στην καρδιακή ανεπάρκεια, συμπλήρωσε, δεν υπάρχουν ωστόσο στοιχεία για την αποτελεσματικότητά τους, καθώς απουσιάζουν οι τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες. Οι νεότεροι αναστολείς SGLT2, βέβαια, φαίνεται πως έχουν ένα ευνοϊκό προφίλ για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς έχουν διουρητική δράση και μάλιστα στο εγγύς εσπειραμένο, όπου γίνεται το 70% της επαναρρόφησης νατρίου και για το οποίο δεν διαθέταμε διουρητικά φάρμακα στην καρδιακή ανεπάρκεια. Σε μελέτες με αυτή την κατηγορία φαρμάκων σε ασθενείς με εγκατεστημένη αθηροσκληρωτική νόσο και παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι εκτός της καρδιαγγειακής θνητότητας μειώθηκαν σημαντικά και οι νοσηλείες για καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ μία μεταανάλυση έδειξε ότι τα φάρμακα αυτά είναι αποτελεσματικά και στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια με μειωμένο κλάσμα εξωθήσεως.
Η σύγκριση των GLP-1 αγωνιστών με τους αναστολείς SGLT2 έδειξε πως, ενώ πρακτικά οι δύο κατηγορίες έχουν παρόμοια δράση στον καρδιαγγειακό κίνδυνο, οι SGLT2 υπερτερούν στην πρόληψη της καρδιακής και της νεφρικής ανεπάρκειας, συμπλήρωσε ο ομιλητής.
Η μελέτη DAPA, η μόνη μελέτη που έχει γίνει για την αξιολόγηση της επίδρασης των SGLT2 σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια με μειωμένο κλάσμα εξωθήσεως και eGFR>30, οι οποίοι μάλιστα λάμβαναν τη βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή για τη νόσο, ανέφερε ακολούθως ο κ. Παρίσης, έδειξε αφενός όφελος του φαρμάκου στο κύριο σύνθετο καταληκτικό σημείο (καρδιαγγειακή θνητότητα ή νοσηλεία για καρδιακή ανεπάρκεια ή επίσκεψη στο τμήμα επειγόντων για επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας), αφετέρου βελτίωση της ολικής θνητότητας των ασθενών. Ένα επιπλέον όφελος που αποκάλυψε η μελέτη, συμπλήρωσε ο εισηγητής, είναι πως το φάρμακο είχε ευνοϊκή δράση όχι μόνο σε διαβητικούς αλλά και σε μη διαβητικούς ασθενείς, και μάλιστα με σχεδόν μηδενικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας, συνόψισε κλείνοντας την εισήγησή του ο κ. Παρίσης, θα πρέπει να είναι παρόμοια σε διαβητικούς και μη διαβητικούς ασθενείς. Σε συνύπαρξη ωστόσο των δύο νόσων θα πρέπει να δίνεται προσοχή στο κάλιο όταν το eGFR είναι κάτω του 60, να αποφεύγεται η μετφορμίνη όταν το eGFR είναι κάτω του 30, να μην χρησιμοποιούνται γλιταζόνες και σαξαγλιπτίνη και να προτιμώνται οι αναστολείς SGLT2.

Ο ρόλος της οικονομικής αξιολόγησης

Αυτό που αντιλαμβάνονται σήμερα πέρα από τους κλινικούς ιατρούς και οι άνθρωποι που ασχολούνται με την πολιτική και τα οικονομικά της υγείας είναι πως ο διαβήτης δεν είναι μία απλή νόσος, ειδικά στα προχωρημένα του στάδια, έλαβε τον λόγο ο κ. Κώστας Αθανασάκης, γεγονός που δείχνει πως υπάρχουν ακάλυπτες ανάγκες οι οποίες μερικά χρόνια πριν δεν ήταν εμφανείς. Η συννοσηρότητα που αναπτύσσεται και συνοδεύει τον διαβήτη επιτάσσει μια διαφορετική στρατηγική αντιμετώπισης και οδηγεί σε πιο σύνθετα μοντέλα διαχείρισης των ασθενών, γεγονός που με τη σειρά του θα πρέπει να οδηγήσει και σε συνθετότερα μοντέλα οικονομικής αξιολόγησης των θεραπειών.
Πριν από περίπου 10-12 χρόνια, συνέχισε ο ομιλητής, ξεκίνησαν τα πρώτα μοντέλα οικονομικής αξιολόγησης στην υπέρταση και αργότερα στις αναλύσεις προστέθηκαν οι συννοσηρότητες. Η πρώτη εικόνα για τις θεραπείες του διαβήτη που αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις συννοσηρότητες ασφαλώς δείχνει πως θα είναι cost-effective, το ζητούμενο είναι ωστόσο οι θεραπείες αυτές να είναι αποδοτικές και για τους ασθενείς και για τους κατόχους άδειας κυκλοφορίας και για το σύστημα ασφάλισης, επισήμανε ο εισηγητής. Το θετικό είναι ότι σήμερα είμαστε στην ευχάριστη θέση, υπογράμμισε, να διαθέτουμε καλά στοιχεία για τον διαβήτη, την υπέρταση, τη νεφρική νόσο και την καρδιακή ανεπάρκεια, τα οποία μπορούμε να εισαγάγουμε σε ένα υπόδειγμα οικονομικής αξιολόγησης προκειμένου να διερευνήσουμε τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας των θεραπειών.
Τα συστήματα υγείας ωστόσο, γενικότερα, αλλά και στην περίπτωση του διαβήτη, δεν έχουν πλέον πολύ μεγάλα όρια να εισάγουν με την ίδια ταχύτητα θεραπείες στον θεραπευτικό αλγόριθμο όπως στο παρελθόν, δήλωσε ο κ. Αθανασάκης. Επομένως, η διαδικασία κρίσης θα πρέπει να γίνει πιο αυστηρή και ακόμη περισσότερο βασισμένη σε τεκμήρια, καθώς μπορεί το φορτίο της νόσου να αυξάνεται και η εξέλιξη της τεχνολογίας να επιταχύνεται, οι δυνατότητες όμως των συστημάτων υγείας δεν ακολουθούν ανάλογη αυξητική πορεία. Το βέβαιο είναι, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο ομιλητής, πως εφόσον η κατάσταση αυτή παραμείνει ως έχει, η λήψη αποφάσεων με τεκμήρια κλινικής και οικονομικής αξιολόγησης θα συνεχίσει να μας απασχολεί όλο και περισσότερο.

Συζήτηση

Στη συζήτηση που ακολούθησε, σε συντονισμό των κ.κ. Ιωάννη Κανακάκη και Νίκου Τεντολούρη, το πρώτο σχόλιο αναφερόταν στο σημαντικό όφελος που διαπιστώθηκε για τους αναστολείς SGLT2 ανεξαρτήτως της γλυκαιμικής ρύθμισης, σε αντίθεση με προηγούμενα φάρμακα όπου απαιτήθηκαν πολλά χρόνια μέχρι να διαπιστωθεί όφελος για το καρδιαγγειακό. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα των φαρμάκων αυτών, ανέφερε ο κ. Παρίσης, είναι ότι παρεμβαίνουν γρήγορα στην εξέλιξη της νόσου. Η νοσηλεία αποτελεί εξέλιξη, εξήγησε, οπότε μειώνοντας τις νοσηλείες μειώνεις ουσιαστικά την εξέλιξη της νόσου σε προχωρημένο στάδιο. Αναμφισβήτητα, πρόσθεσε ο κ. Παρίσης, και μόνο λόγω του χαρακτηριστικού αυτού, τα φάρμακα αυτά θα αποδειχθούν cost-effective και ακόμη περισσότερο μάλιστα στα πρώιμα στάδια της νόσου. Οι αναστολείς SGLT2 παρεμβαίνουν ουσιαστικά στην παθοφυσιολογία του συνδρόμου καρδιακής ανεπάρκειας, συμπλήρωσε, προσθέτοντας ότι πλέον αναμένονται και νέα δεδομένα για το όφελος που μπορούν να προσφέρουν και σε ασθενείς με διατηρημένο κλάσμα εξωθήσεως. Ένα έμμεσο συμπέρασμα όσον αφορά στους διαβητικούς ασθενείς με στεφανιαία νόσο και πολλούς παράγοντες κινδύνου, συνέχισε ο ομιλητής, είναι πως πρακτικά οι ασθενείς αυτοί έχουν σίγουρα διαστολική δυσλειτουργία και ενδεχομένως και διαστολική καρδιακή ανεπάρκεια.
Σε επόμενη ερώτηση προς τον κ. Αθανασάκη σχετικά με το μήπως οι αναστολείς SGLT2 θα έπρεπε να συγκρίνονται ως προς τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας με νεότερα φάρμακα, όπως για παράδειγμα με τους αναστολείς DPP4 οι οποίοι έχουν το ίδιο κόστος με τους αναστολείς SGLT2 αλλά μικρότερο όφελος, αντί με παλαιότερες θεραπείες, ο κ. Αθανασάκης απάντησε πως το ερώτημα σχετικά με την επιλογή των παραγόντων σύγκρισης απασχολεί όλους τους οργανισμούς αξιολόγησης τεχνολογίας παγκοσμίως. Υπάρχουν ειδικά συμβούλια εμπειρογνωμόνων, εξήγησε ο κ. Αθανασάκης, τα οποία, πριν πραγματοποιηθεί η οικονομική αξιολόγηση, ψηφίζουν σχετικά με το ποια είναι στην πραγματικότητα η καθιερωμένη θεραπεία (standard of care) στη χώρα. Οπότε, συμπλήρωσε, αν θεωρήσουμε ως καθιερωμένη θεραπεία τους DPP4, τότε πράγματι θα πρέπει να συγκρίνουμε με αυτούς και με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν οι SGLT2 ενδεχομένως θα οδηγήσουν σε εξοικονόμηση κόστους. Ωστόσο, πρόσθεσε, η λογική αυτή χρειάζεται προσοχή καθώς δημιουργεί πληθωρισμό στα συστήματα υγείας, πληθωρισμό τεχνολογίας και δαπάνης. Η τελική απόφαση θα πρέπει ασφαλώς να ληφθεί με βάση τα κλινικά δεδομένα, αλλά και με βάση τα μέτρα του συστήματος υγείας, κατέληξε.
Το επόμενο σχόλιο αφορούσε στη συμμετοχή των ασθενών στα φάρμακα για την καρδιακή ανεπάρκεια, η οποία εξακολουθεί να ανέρχεται σε 25%, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα σύνδρομο με παρόμοια έκβαση με τον καρκίνο, όπου η συμμετοχή είναι μηδενική. Αυτό το θέμα θα πρέπει να εξετασθεί από την Πολιτεία, τόνισε ο κ. Παρίσης, καθώς, αν δοθεί προσβασιμότητα σε φάρμακα που μειώνουν τις νοσηλείες σε όλους τους πολίτες, προοπτικά μπορεί να έχουμε μεγάλη εξοικονόμηση κόστους και παράλληλα βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Παρ’ όλο πάντως που έχουμε πολύ καλά δεδομένα μείωσης των εισαγωγών στο νοσοκομείο και μείωσης της καρδιαγγειακής θνητότητας για τα νεότερα φάρμακα, η διείσδυσή τους στην αγορά είναι πολύ μικρή, περίπου 15%, επισήμανε ο κ. Κανακάκης. Τα αίτια αυτής της χαμηλής αυτής διείσδυσης είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει, συμπλήρωσε, και ενδεχομένως μπορεί να έχουν σχέση με την τιμή του φαρμάκου και τη συμμετοχή των ασθενών.
Όλα παίζουν ρόλο, παίζει ρόλο και η τιτλοποίηση του φαρμάκου και η δοσολογία, ασφαλώς και η τιμή του φαρμάκου, παρ’ όλα αυτά το κόστος είναι σχετικό, απάντησε ο κ. Παρίσης, καθώς το κράτος μπορεί να κερδίσει από τις νοσηλείες οι οποίες ευθύνονται για το 70% του συνολικού κόστους της νόσου. Και προφανώς, τόνισε, θα πρέπει όλοι οι πολίτες να έχουν πρόσβαση και όχι μόνο αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στο 25% της συμμετοχής του ασθενή, αλλιώς διαχωρίζουμε ουσιαστικά τους πολίτες σε δύο κατηγορίες.
Πριν από μερικά χρόνια, πρόσθεσε ο κ. Αθανασάκης, είχαμε πραγματοποιήσει μια ανάλογη μελέτη για τον διαβήτη, η οποία έδειξε ότι πράγματι ο περιορισμός του ποσοστού συμμετοχής στα από του στόματος λαμβανόμενα φάρμακα θα οδηγούσε σε όφελος στο σύστημα υγείας και αποτέλεσε και έναν από τους βασικούς λόγους που άλλαξαν στη συνέχεια οι συμμετοχές στον διαβήτη. Το επιχείρημα είναι πολύ λογικό, συνέχισε, απαιτείται ωστόσο να γίνει ανάλυση όσον αφορά στην υπάρχουσα κατάσταση από πλευράς ζήτησης της θεραπείας, στις προβλεπόμενες επιπτώσεις της εφαρμογής μειωμένης συμμετοχής στη ζήτηση, καθώς και στις συνέπειες για τα οικονομικά του συστήματος τόσο στις φαρμακευτικές δαπάνες όσο και στις δαπάνες νοσηλείας. Η χρήση και η διάδοση μιας τεχνολογίας και το κατά πόσο αυτή εμποδίζεται από τη συμμετοχή των ασθενών στην αποζημίωσή της είναι θέματα που αξίζει να εκτιμηθούν σε ένα υπόδειγμα κόστους-οφέλους, ανέφερε ο εισηγητής ολοκληρώνοντας τις εργασίες της συνεδρίας.