Η δημιουργία συμπράξεων δημοσίου-ιδιωτικού τομέα στον χώρο της υγείας απαιτεί κοινό όραμα, πολιτική βούληση για θεσμικές αλλαγές, στρατηγική, αμοιβαία προσπάθεια, συναίνεση, αλλά και μακροχρόνια δέσμευση των εμπλεκομένων, τόνισαν οι ομιλητές της στρογγυλής τράπεζας, ενώ για να είναι βιώσιμη μια τέτοια συνεργασία θα πρέπει ασφαλώς να αποφέρει οφέλη και στους τέσσερις πυλώνες της· κράτος, ασφαλιστικές εταιρείες, ιατρούς και, φυσικά, στον τελικό παραλήπτη των υπηρεσιών υγείας, την κοινωνία.
Οι συμπράξεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα προφανώς δεν είναι πανάκεια για την αποκατάσταση όλων των υφιστάμενων στρεβλώσεων της αγοράς, αποτελούν ωστόσο μια μοναδική ευκαιρία να συναντηθούν μέσα από μια ουσιαστική συνεργασία αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι, να βρουν σημεία ισορροπίας και τελικά να συμπορευθούν σε δράσεις που θα δώσουν λύσεις σε κάποια από τα προβλήματα και θα αποβούν προς όφελος όλων.
Αποτυπώσαμε τις παρεμβάσεις των συμμετεχόντων στη Στρογγυλή Τράπεζα και τα κύρια σημεία της συζήτησης που ακολούθησε.
Ζητούμενο η μείωση της οικονομικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών
Η σύμπραξη κρατικών νοσοκομείων και ασφαλιστικών εταιρειών είναι αυτονόητη σε οποιαδήποτε άλλη ανεπτυγμένη χώρα εκτός της Ελλάδας, καθώς στη χώρα μας υπάρχει γενικά μια δυστοκία σχετικά με την υιοθέτηση αλλαγών, ανέφερε ξεκινώντας τις εργασίες της στρογγυλής τράπεζας ο κ. Μιλτιάδης Νεκτάριος.
Ο ιδιωτικός τομέας περιλαμβάνει την πλευρά της προσφοράς και την πλευρά της ζήτησης, συνέχισε ο κ. Νεκτάριος, η οριοθέτηση των οποίων είναι απαραίτητη. Από την πλευρά της ζήτησης, εξήγησε, υπάρχει ο ΕΟΠΥΥ, ο ασφαλιστικός οργανισμός που καλύπτει το 100% του πληθυσμού της χώρας και αποτελεί τον κύριο χρηματοδότη των υπηρεσιών υγείας, με περίπου 5 δισ. ευρώ συνολικά έσοδα και δαπάνες ετησίως, στα οποία προστίθενται άλλα 5 δισ. ευρώ που συνεισφέρει το κράτος μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και άλλα 5,5 δισ. ευρώ ιδιωτικές δαπάνες από τους πολίτες. Το συνολικό ποσοστό επιβάρυνσης των νοικοκυριών στη χώρα μας ανέρχεται σε 40%, υπογράμμισε ο καθηγητής, και είναι το υψηλότερο σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, με το μέσο ποσοστό επιβάρυνσης σε όλη τη δυτική Ευρώπη και στα καλά ανεπτυγμένα συστήματα υγείας να είναι μόλις 10%. Η συμμετοχή της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς, από την άλλη, είναι περιορισμένη και ανέρχεται σε περίπου 600 εκατ. ευρώ συνολικά ασφάλιστρα, καθώς οι Έλληνες δεν αγοράζουν σε γενικές γραμμές ασφαλιστήρια συμβόλαια.
Όσον αφορά στην προσφορά υπηρεσιών υγείας, τους παρόχους, συνέχισε ο κ. Νεκτάριος, από τη μία έχουμε τα κρατικά νοσοκομεία και διαγνωστικά κέντρα και από την άλλη έναν πανίσχυρο ιδιωτικό τομέα με ιδιωτικά νοσοκομεία, εκτεταμένα δίκτυα πρωτοβάθμιας περίθαλψης και ιδιώτες ιατρούς, οι υπηρεσίες των οποίων αμείβονται από τον ΕΟΠΥΥ, τις ασφαλιστικές εταιρείες και τους ίδιους τους πολίτες. Οι πολίτες, οι ασφαλιστικές εταιρείες, ο ΕΟΠΥΥ και ο κρατικός προϋπολογισμός, τόνισε, συνεισφέρουν συνολικά 14,5 δισ. ευρώ ετησίως στο σύστημα υγείας, ποσό το οποίο εισπράττεται από τους δημόσιους και ιδιωτικούς παρόχους.
Με τα δεδομένα αυτά, συνέχισε ο κ. Νεκτάριος, το κύριο ζητούμενο είναι να δούμε κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα σύμπραξης των δημόσιων νοσοκομείων με τον ιδιωτικό τομέα, την ιδιωτική δηλαδή ασφαλιστική αγορά, και με ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να συμβεί μια τέτοια σύμπραξη. Ένα δεύτερο πολύ σημαντικό θέμα, το οποίο θα πρέπει ασφαλώς να αποτελέσει προτεραιότητα στον τομέα της υγείας, είναι το πώς θα μπορούσε η συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα να οδηγήσει στη μείωση της τεράστιας οικονομικής επιβάρυνσης των ελληνικών νοικοκυριών με ίδιες δαπάνες υγείας, πρόσθεσε ο κ. Νεκτάριος, δίνοντας το λόγο στον συμπροεδρεύοντα στη συνεδρία κ. Θανάση Λοπατατζίδη.
Να εξεταστούν οι παράμετροι και οι ελλείψεις του συστήματος για μέγιστο όφελος από ΣΔΙΤ
Αν και η συζήτηση για τις συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια στη χώρα μας, ανέφερε ο κ. Θανάσης Λοπατατζίδης, το πλαίσιό της δυστυχώς δεν έχει ακόμη καθορισθεί με σαφήνεια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αξιολογηθούν οι δυνατότητες, οι ευκαιρίες και τα προβλήματα και να γίνει το επόμενο βήμα. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σήμερα κάποιες μορφές σύμπραξης δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, υπογράμμισε ο κ. Λοπατατζίδης, δίνοντας ως παράδειγμα αφενός τη χρήση υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα από τον ΕΟΠΥΥ στις περιπτώσεις που οι κρατικές δομές δεν μπορούν να προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες, αφετέρου τη συνεργασία πολλών δημόσιων νοσοκομείων με ιδιώτες για υπηρεσίες καθαριότητας και άλλες δευτερεύουσες υπηρεσίες.
Για να είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε κατά πόσο είναι δυνατό να επιτευχθεί μια σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα στον χώρο της συνεργασίας των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών με τα νοσοκομεία, θα πρέπει καταρχήν να δούμε το ιστορικό των προηγούμενων προσπαθειών, συνέχισε ο ομιλητής. Αν και έχει ήδη γίνει μία προσπάθεια, εξήγησε, το 2009 υπό την πίεση του μνημονίου, ωστόσο ποτέ επί της ουσίας δεν έγινε μια συστηματική προσπάθεια προκειμένου να περιγραφούν και να υλοποιηθούν θεσμικές και επιχειρησιακές προϋποθέσεις ώστε να γίνει πραγματικότητα η σύμπραξη.
Με βάση τα διεθνή δεδομένα, τόνισε ο κ. Λοπατατζίδης, προκειμένου να υλοποιηθούν συνεργασίες με θετικά αποτελέσματα για το κοινωνικό σύνολο, δεδομένων των περιορισμένων πόρων και των μεγάλων σε πολλές περιπτώσεις ελλείψεων, είναι απαραίτητη η εξέταση τριών σημαντικών παραγόντων, της πρόσβασης στην υγεία, της ποιότητας στην υγεία, καθώς και της οικονομικής αποδοτικότητας.
Το δημόσιο σύστημα υγείας έχει αρκετά κενά και ελλείψεις, εξήγησε, δίνοντας το παράδειγμα της ακτινοθεραπείας, η μέση αναμονή για την οποία στα δημόσια νοσοκομεία προσεγγίζει περίπου τους έξι μήνες, τη στιγμή που σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα ο καρκινοπαθής πρέπει να λάβει θεραπεία εντός 15 ημερών από τη διάγνωση. Επιπλέον, συμπλήρωσε ο ομιλητής, το ελληνικό σύστημα δεν έχει δυστυχώς δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να ελέγχεται προληπτικά, ούτε τις προϋποθέσεις αποτροπής των επιβλαβών συνηθειών και προαγωγής της καλής υγείας των πολιτών. Η συνεργασία επομένως του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα εφόσον καλύπτει υπάρχοντα κενά στο σύστημα υγείας, βελτιώνει τις ανάγκες των πολιτών και κατά συνέπεια το επίπεδο υγείας και το προσδόκιμο επιβίωσής τους.
Ο δεύτερος παράγοντας που θα πρέπει να εξετασθεί, συνέχισε, είναι τα κλινικά αποτελέσματα. Σαφώς, υπάρχουν πάρα πολλές κλινικές του δημοσίου τομέα στις οποίες ο ιδιωτικός τομέας υστερεί, υπάρχουν εξαιρετικοί γιατροί οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις κάνουν τη δουλειά τους κάτω από δύσκολες συνθήκες, αλλά δεν υπάρχει ένα πλαίσιο με βάση το οποίο να μπορεί κανείς να αξιολογήσει το παραγόμενο αποτέλεσμα από άποψη κλινικής ποιότητας. Η κλινική ποιότητα, που αποτελεί ένα σημαντικό χαρακτηριστικό, περιλαμβάνει ασφαλώς και τον χρόνο αναμονής για τη λήψη υπηρεσιών υγείας, που σε ορισμένες περιπτώσεις ασθενών είναι καίριας σημασίας για το θεραπευτικό αποτέλεσμα, πρόσθεσε ο κ. Λοπατατζίδης.
Τέλος, ο τρίτος παράγοντας που θα πρέπει να εξετασθεί σε μια ενδεχόμενη σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, η οικονομική αποδοτικότητα, επισήμανε ο ομιλητής, περιλαμβάνει τρεις συνιστώσες που θα μπορούσαν να έχουν θετικά αποτελέσματα για το σύστημα υγείας και τους πολίτες. Τον ανταγωνισμό, τόσο τον εσωτερικό μεταξύ δημοσίων κλινικών και μεταξύ ιδιωτών παρόχων, όσο και μεταξύ δημοσίων και ιδιωτών παρόχων, ο οποίος στο ελληνικό σύστημα απουσιάζει· την εισροή κεφαλαίων με την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων· και τον διαμοιρασμό του οικονομικού κινδύνου μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Δυστυχώς, επί του παρόντος, στη λίστα με τα εκατοντάδες παραδείγματα συμπράξεων τόσο σε ευρωπαϊκές χώρες όσο και σε χώρες εκτός Ευρώπης, ολοκλήρωσε το σχόλιό του ο κ. Λοπατατζίδης, η χώρα μας πρωτοπορεί με την απουσία της.
Η συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στον χώρο της υγείας είναι επιβεβλημένη
Τον λόγο έλαβε στη συνέχεια ο κ. Κωνσταντίνος Κουγιουμουτζής, ο οποίος ανέφερε πως η χώρα μας κατέχει πολύ χαμηλή θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά στο ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανάται για την υγεία, προηγούμενη μόνο της Ιρλανδίας και χωρών που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Το ποσοστό αυτό, συνέχισε, ανέρχεται σε 7,8% του ΑΕΠ, ενώ η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας ανέρχεται σε 1.347 ευρώ ετησίως και είναι επίσης από τις πιο χαμηλές στην ΕΕ.
Τα βασικά ερωτήματα που τίθενται ασφαλώς με βάση αυτά τα δεδομένα, υπογράμμισε ο ομιλητής, είναι αφενός αν αυτό το 7,8% του ΑΕΠ επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών υγείας του πληθυσμού, αφετέρου αν οι δαπάνες αυτές γίνονται αποτελεσματικά, αν παράγουν δηλαδή ποιοτικές υπηρεσίες αντίστοιχης αξίας. Όσον αφορά στη δημόσια δαπάνη υγείας ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης υγείας, συνέχισε ο κ. Κουγιουμουτζής, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ (2018) βρισκόμαστε στην προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ, με το κράτος να συνεισφέρει μόνο το 60% της συνολικής δαπάνης υγείας, τη στιγμή που στη Γερμανία το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 85%. Φυσικά, συμπλήρωσε, τα αντίστοιχα στοιχεία για την ιδιωτική δαπάνη υγείας ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης υγείας δείχνουν ότι κατέχουμε τη δεύτερη θέση στις χώρες της ΕΕ, με τους ιδιώτες και τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες να καλύπτουν το 40% της συνολικής δαπάνης υγείας.
Από μόνη της η αριθμητική αυτή αναλογία, υπογράμμισε ο εισηγητής, επιβάλλει τη συνεργασία και σύμπραξη των δημόσιων και των ιδιωτικών φορέων υγείας, ούτως ώστε είτε να επιτύχουμε με τα ίδια χρήματα πολύ καλύτερες παροχές υγείας και κατ’ επέκταση καλύτερο επίπεδο υγείας συνολικά για τον πληθυσμό, είτε να αυξήσουμε τις δαπάνες υγείας προς όφελος της υγείας των πολιτών. Στην Ελλάδα, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες καταβάλλουν μόνο 10% του συνόλου της ιδιωτικής δαπάνης υγείας, επισήμανε ο κ. Κουγιουμουτζής, ποσοστό που αντιστοιχεί σε μόλις 4% του 7,8% του ΑΕΠ που δαπανάται για την προαγωγή της υγείας του πληθυσμού. Από τα ποσά αυτά, συμπλήρωσε, κατά τα τελευταία 30 έτη το ποσοστό των αποζημιώσεων των ασφαλιστικών συμβολαίων που καταβάλλεται σε δημόσια νοσοκομεία δεν ξεπέρασε ποτέ το 3,5%, που σημαίνει ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό των δαπανών των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών αποδίδεται σε κρατικά νοσοκομεία.
Οι αριθμοί αυτοί υποδεικνύουν ότι η συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στον χώρο της υγείας είναι επιβεβλημένη, επανέλαβε ο εισηγητής, προκειμένου να αξιοποιηθούν με τον βέλτιστο τρόπο οι υπάρχουσες δυνατότητες για την προαγωγή της υγείας του πληθυσμού της χώρας μας. Μία σκέψη, συνέχισε, είναι να μελετήσουμε τα μοντέλα συνεργασίας που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στην Ολλανδία, όπου η διαχείριση των ασφαλιστικών εισφορών και των παροχών υγείας έχει μεταφερθεί στον ιδιωτικό τομέα και υπάρχει πολύ αυστηρή εποπτεία των μονάδων και των δαπανών από το κράτος, με αποτέλεσμα την υψηλή ποιότητα υπηρεσιών υγείας και τη βέλτιστη αξιοποίηση των πόρων. Μια άλλη προσέγγιση, που ενδεχομένως να ταιριάζει περισσότερο και να μπορεί να προσαρμοστεί πιο εύκολα στο δικό μας σύστημα όπως λειτουργεί σήμερα, πρόσθεσε, είναι το γαλλικό μοντέλο, του οποίου η βασική κεντρική ιδέα είναι πως όλες οι παροχές που δεν καλύπτονται από το δημόσιο και για τις οποίες πληρώνει ο πολίτης από την τσέπη του, όπως για παράδειγμα η συμμετοχή στα φάρμακα ή εξετάσεις που δεν καλύπτονται από τον ΕΟΠΥΥ, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ενός ασφαλιστικού προγράμματος, προκειμένου η συμμετοχή των ιδιωτών στις δαπάνες υγείας να μηδενιστεί.
Ένα άλλο ενδεχόμενο που έχει συζητηθεί στο παρελθόν, ανέφερε ο κ. Κουγιουμουτζής, είναι η δημιουργία ειδικών πτερύγων σε δημόσια νοσοκομεία για ασφαλισμένους με πρόγραμμα υγείας σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία, μια ιδέα που αξίζει να εξεταστεί σοβαρά αλλά δεν έχει γίνει ουσιαστική προσπάθεια υλοποίησής της. Τα κρατικά νοσοκομεία διαθέτουν ιατρικό προσωπικό πολύ μεγάλης αξίας και εξαιρετικές εγκαταστάσεις, δήλωσε ο ομιλητής, ακόμη κι αν πάσχουν σε μερικές περιπτώσεις στο ζήτημα της συντήρησης και αξιοποίησής τους, και θα μπορούσαν με αυτόν τον τρόπο να μετατραπούν από κέντρα κόστους για το κράτος ως κέντρα εσόδων. Τα Νοσοκομεία Παίδων της χώρας μας θεωρούνται κορυφαία σε όλο τον κόσμο, εξήγησε, παρ’ όλα αυτά ο ιδιώτης που έχει την οικονομική δυνατότητα να απευθυνθεί αλλού αποφεύγει να τα επιλέξει, φοβούμενος κυρίως την αναμονή.
Ένα παράδειγμα συνεργασίας ιδιωτικού-δημοσίου τομέα που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη, συνέχισε ο ομιλητής, είναι τα DRGs, για τη δημιουργία των οποίων συνεργάζονται η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών και το ΚΕ.ΤΕ.Κ.Ν.Υ. που ανέλαβε να υλοποιήσει το έργο.
Τέλος, δύο άλλα σημαντικά πεδία πιθανής συνεργασίας του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στην υγεία είναι η εισαγωγή ιατρικών πρωτοκόλλων, καθώς σήμερα είμαστε ίσως η μοναδική χώρα που δεν διαθέτει επίσημα ιατρικά πρωτόκολλα, αλλά και η αξιολόγηση (scoring) και κατάταξη νοσοκομείων ή/και συγκεκριμένων κλινικών σε νοσοκομεία, συμπλήρωσε ο κ. Κουγιουμουτζής, ολοκληρώνοντας την εισήγησή του και παραδίδοντας τη σκυτάλη στον κ. Ματσιούλα.
Προϋποθέσεις συνεργασίας, το κοινό όραμα και η μακροχρόνια δέσμευση
Σε μια νέα προσπάθεια σύμπραξης του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στον χώρο της υγείας, προφανώς είναι ιδιαίτερα σημαντική η αναδρομή σε παρόμοιες απόπειρες που έχουν γίνει στο παρελθόν και στα λάθη που τις κατέστησαν ανεπιτυχείς, ξεκίνησε την ομιλία του ο κ. Σωτήρης Ματσιούλας, Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής Εργασιών & Εξυπηρέτησης, Eurolife ERΒ Ασφαλιστική. Επομένως, εξήγησε, θα πρέπει να προσέξουμε να μην μπούμε ξανά σε ατελέσφορες μακροχρόνιες συζητήσεις όπως αυτές που ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 κυρίως με τα θεσμικά όργανα της ασφαλιστικής αγοράς και της Πολιτείας, οι οποίες ουσιαστικά δεν απέδωσαν αν και κατέληξαν σε μια εξ ανάγκης συνεργασία στο πλαίσιο μιας μνημονιακής υποχρέωσης της χώρας. Οι συμβάσεις κρατικών νοσοκομείων με ασφαλιστικές εταιρείες που πραγματοποιήθηκαν το 2011 στο πλαίσιο αυτό, συνέχισε, όπως είναι φυσικό δεν είχαν σημαντικά αποτελέσματα, καθώς υπήρχε πλήρης έλλειψη επικοινωνίας και προγραμματισμού μεταξύ των μερών και αποτελούσαν μια καθαρά διεκπεραιωτικού χαρακτήρα συμφωνία προκειμένου να καλυφθεί η μνημονιακή υποχρέωση. Το αποτέλεσμα ήταν βεβαίως οι συμβάσεις αυτές να έχουν σχεδόν μηδενική χρήση, καθώς το πλαίσιο αυτό δεν μπορούσε να λειτουργήσει έτσι όπως είχε ανεπαρκώς δομηθεί εκείνη την περίοδο, διευκρίνισε ο ομιλητής.
Παρ’ όλα αυτά, η συνεργασία κρατικών νοσοκομείων και ασφαλιστικών εταιρειών είναι εφικτή με αμοιβαία προσπάθεια, επισήμανε ο κ. Ματσιούλας, απαιτείται ωστόσο προσεκτικός σχεδιασμός του κατάλληλου πλαισίου που θα την καταστήσει βιώσιμη σε βάθος χρόνου. Και για να είναι βιώσιμη μια τέτοια συνεργασία, εξήγησε, θα πρέπει να αποφέρει οφέλη και στους τρεις βασικούς παράγοντες που συμμετέχουν σε αυτή: στο κράτος που περιλαμβάνει νοσοκομεία και ασφαλιστικά ταμεία, στις ασφαλιστικές εταιρείες και φυσικά στον ασφαλισμένο πολίτη. Σε μία τέτοια περίπτωση, συνέχισε, το όφελος των ασφαλιστικών εταιρειών είναι ότι θα μπορούν να προσφέρουν περισσότερες επιλογές στους ασφαλισμένους πελάτες τους και βέβαια ότι θα μπορούν να προσαρμόσουν και να διαθέσουν στο ευρύ πλέον κοινό προϊόντα με συγκεκριμένη στόχευση και συγκεκριμένη τιμολογιακή πολιτική, αυξάνοντας έτσι τους χρήστες των ασφαλιστικών υπηρεσιών τους. Το κράτος, από την άλλη, μέσα από ένα τέτοιο σχήμα συνεργασίας μπορεί να αποκτήσει πόρους, να αναβαθμίσει τις υποδομές του, να αποκομίσει επιπλέον πόρους και φυσικά να αλλάξει την εικόνα του απέναντι στον Έλληνα πολίτη. Ο ασφαλισμένος, τέλος, προφανώς θα διευρύνει τις επιλογές που έχει, θα μπορεί πλέον να εμπιστευθεί μια ιατρική πράξη πολύ πιο εύκολα σε ένα περιβάλλον κρατικού νοσοκομείου και θα μπορεί να επιλέξει μεταξύ προϊόντων που θα του δίνουν αυτή τη δυνατότητα έναντι καλύτερου ασφαλίστρου σε σχέση με αυτό που πληρώνει σήμερα.
Ασφαλώς για να πετύχει μια τέτοια συνεργασία, υπογράμμισε ο κ. Ματσιούλας, απαιτείται καταρχήν βούληση· βούληση για διάλογο και φυσικά ορισμένες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος, αλλά και βούληση για μια μακροπρόθεσμη συνεργασία. Ένα βασικό θέμα που θα πρέπει να συζητηθεί βέβαια σε μια τέτοια συνεργασία, συνέχισε, είναι το πλαίσιο λειτουργίας των νοσοκομείων, καθώς δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα να αγοράζουν οι ασφαλισμένοι ασφαλιστικά προϊόντα όπου η επιλογή για τα κρατικά νοσοκομεία δεν θα διαθέτει αδιάλειπτη λειτουργία εξωτερικών ιατρείων. Θα πρέπει επίσης, πρόσθεσε, να αντιμετωπισθούν θέματα σχετικά με τις αμοιβές του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, προκειμένου να υπάρχει ένα συμφωνημένο πλαίσιο που θα παρέχει κίνητρα και θα είναι λειτουργικό, ενώ θα πρέπει επιπλέον να θεσπιστούν τα ιατρικά πρωτόκολλα τα οποία θα αποτελέσουν και τη βάση για τον σχεδιασμό του οικονομικού μέρους της συνεργασίας των δύο μερών. Για να είναι ασφαλώς λειτουργικό ένα τέτοιο σχήμα συνεργασίας, τόνισε ο εισηγητής, θα πρέπει να εξασφαλισθεί η ύπαρξη επαρκών υποδομών στα κρατικά νοσοκομεία που θα συμμετέχουν σε αυτό, επομένως θα χρειαστούν επενδύσεις για την αναβάθμισή τους, αλλά και να εξασφαλισθεί η ύπαρξη του κατάλληλου επιστημονικού και ανθρώπινου δυναμικού για την επαρκή λειτουργία της πτέρυγας ή του νοσοκομείου. Για την υλοποίηση του σχήματος απαιτούνται φυσικά, επενδύσεις και εξεύρεση πόρων, η λειτουργία του ωστόσο θεωρείται πως θα φέρει θετικά αποτελέσματα με τη μορφή απόσβεσης, καθώς έχει τη δυνατότητα να συγκρατήσει τον ιατρικό πληθυσμό στη χώρα, να δημιουργήσει ανταγωνιστικές συνθήκες και φυσικά νέες θέσεις εργασίας.
Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο πλαίσιο συνεργασίας, τόνισε ο κ. Ματσιούλας, είναι το κοινό όραμα και η μακροχρόνια δέσμευση και από τις δύο πλευρές. Η ολοκλήρωση του τεχνικού σκέλους του εγχειρήματος και η οργάνωσή του σε μια σωστή βάση θα επιτρέψει την εύρυθμη λειτουργία ενός τέτοιου σχήματος, την αποδοχή του από το καταναλωτικό κοινό και την προσκόμιση των αναμενόμενων από τον πολίτη, το κράτος και τις ασφαλιστικές εταιρείες οφελών, ολοκλήρωσε την εισήγησή του ο ομιλητής.
H εξεύρεση λύσεων και μηχανισμών αποκατάστασης των στρεβλώσεων της αγοράς είναι πιεστική
Οι «συμμαχίες» δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην υγεία έχουν καταστεί παγκόσμιο φαινόμενο ως μια καλή πρακτική αναχαίτισης απέναντι στην ανεξέλεγκτη αύξηση των σχετικών δαπανών, επισήμανε λαμβάνοντας τον λόγο ο κ. Γιάννης Βασαλάκης. Στη χώρα μας ωστόσο, παρά το ότι υπάρχει εμφανής ανάγκη για τέτοια σχήματα και το γνωσιακό επίπεδο όλων των εμπλεκομένων είναι σημαντικά υψηλό, οι συνέργειες αυτές βρίσκονται σε πολύ πρώιμο στάδιο και αφορούν περιστασιακές πρωτοβουλίες μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων δομών υγείας κυρίως στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, ενώ οι συνέργειες με την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά είναι μηδενικές, υπογράμμισε ο ομιλητής.
Οι δαπάνες για υπηρεσίες υγείας αποτελούν σήμερα μια από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προκλήσεις στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, συνέχισε ο κ. Βασαλάκης, με βασικούς άξονες την επάρκεια των υπηρεσιών, την πρόσβαση σε αυτές και φυσικά το κόστος τους. Είναι χαρακτηριστικό, εξήγησε, πως σε σχέση με το ΑΕΠ οι δαπάνες υγείας εδώ και πολλά χρόνια κινούνται σε ολοένα αυξανόμενα επίπεδα, με τις μελλοντικές εκτιμήσεις να δείχνουν επίσης αυξητικές τάσεις.
Εκ του Συντάγματος, το κράτος έχει τη βασική ευθύνη για τον σχεδιασμό λειτουργικών δομών, τον έλεγχο των δαπανών, την επάρκεια και γενικότερα την παροχή υπηρεσιών υγείας. Κάνοντας μια σύντομη ανάγνωση ωστόσο στο μοντέλο χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα, συνέχισε, βλέπουμε την παραδοξότητα ενός συστήματος υγείας που, ενώ χαρακτηρίζεται πρωτίστως ως δημόσιο, στην ουσία του είναι κατά βάση ιδιωτικό, καθώς ένα μεγάλο μέρος των δαπανών για τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας πληρώνεται από τους ίδιους τους πολίτες (out of pocket).
Είναι απόλυτα εμφανές ότι το κράτος δεν μπορεί να διαχειριστεί από μόνο του τις δαπάνες για την υγεία με τρόπο που να μην χρειάζεται ο Έλληνας πολίτης να πληρώνει, υπογράμμισε ο ομιλητής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει και η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά το δικό της μερίδιο ευθύνης σε αυτήν τη δαπάνη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδιωτική ασφάλιση στη χώρα μας είναι εκ των πραγμάτων προσαρμοσμένη στην οικονομική δομή του συστήματος υγείας, με ρόλο συμπληρωματικό, ανέφερε ο κ. Βασαλάκης, αναζητώντας ωστόσο συνεχώς λύσεις και καλές πρακτικές για την παροχή αγαθών υγείας στους ασφαλισμένους.
Ωστόσο υπάρχουν δύο αντικρουόμενες συνιστώσες που δημιουργούν μία στρέβλωση στην αγορά υγείας, από τη μία η σημαντική υψηλή τεχνογνωσία των ασφαλιστικών εταιρειών για τον σχεδιασμό καινοτόμων προϊόντων και η ικανότητα διαχείρισης των κινδύνων και χρήσης των παροχών και από την άλλη το δυσανάλογο και ανεξέλεγκτο κόστος. Επειδή τελικά αυτός που στερείται των ευκαιριών για καλύτερη υγεία και καλείται να πληρώσει τις δαπάνες αυτές δεν είναι άλλος από τον ασθενή, είτε μέσω των εισφορών ως φορολογούμενος είτε μέσω των ασφαλίστρων ως ασφαλισμένος, τόνισε ο εισηγητής, η επιδίωξη για εξεύρεση λύσεων και μηχανισμών αποκατάστασης των στρεβλώσεων της αγοράς καθίσταται πιεστική.
Ένας μηχανισμός που θα αξιοποιεί ισορροπημένα τις άριστες κρατικές δομές για διάγνωση και θεραπεία σε αναβαθμισμένο περιβάλλον, τροφοδοτούμενες από ασφαλισμένο πληθυσμό που θα κατευθύνεται σε αυτές μέσω της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς, σίγουρα θα μπορούσε να είναι ένα πολλά υποσχόμενο μοντέλο, μια καλή πρακτική που θα μπορούσε να αλλάξει εντελώς το τοπίο της υγείας, να δημιουργήσει πραγματική επανάσταση, άνοιγμα στην αγορά με ποιοτικές και αποτελεσματικές υπηρεσίες και γενικότερα να οδηγήσει σε μια θετική εμπειρία των πολιτών, επισήμανε ο κ. Βασαλάκης. Ασφαλώς, για να υλοποιηθεί ένα τέτοιο μοντέλο, συμπλήρωσε, δεν αρκούν μόνο οι ευχές και οι καλές διαθέσεις, απαιτούνται και δράσεις.
Μια άλλη διάσταση μιας ενδεχόμενης σύμπραξης δημοσίων νοσοκομείων και ιδιωτικής ασφάλισης, συνέχισε, θα μπορούσε να είναι η συνεχής αλληλεπίδραση των παρόχων υπηρεσιών υγείας και των πολιτών μέσω της δημιουργίας ενός υποσυστήματος που θα περιλαμβάνει παροχές, υποστήριξη της πρόληψης και υπηρεσίες προς την κατεύθυνση της ασφαλιστικής διαχείρισης υγείας. Επομένως, ανέφερε ο ομιλητής, η ποιότητα των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και η δημιουργία συστημάτων που θα συμβουλεύουν και θα προειδοποιούν έγκαιρα τους ασφαλισμένους για την κατάσταση της υγείας τους αποτελούν ζητήματα που επίσης θα πρέπει να μπουν στο τραπέζι των συζητήσεων μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών δομών υγείας.
Ασφαλώς, οι συμπράξεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα δεν είναι πανάκεια, δήλωσε ο κ. Βασαλάκης, αποτελούν ωστόσο μια μοναδική ευκαιρία προκειμένου μέσα από μια ουσιαστική συνεργασία αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι να συναντηθούν, να βρουν σημεία ισορροπίας μεταξύ των υπηρεσιών που και οι δύο μπορούν να προσφέρουν και των πόρων που μπορούν να διαθέσουν και τελικά να συμπορευθούν σε δράσεις που θα αποβούν προς όφελος όλων.
Βασικοί και απαραίτητοι παράγοντες για την επιτυχή ανάπτυξη παρόμοιων συμπράξεων, διευκρίνισε, είναι η προσεκτική ανάγνωση της εμπειρίας από το παρελθόν, το πλαίσιο συνεργασίας με τους γιατρούς οι οποίοι αποτελούν κομβική συνιστώσα του μοντέλου σύμπραξης, η κατάλληλη επιλογή των κρατικών νοσοκομείων που θα συμμετάσχουν στο μοντέλο, οι βασισμένες πρωτίστως στα πρωτόκολλα DRGs διαφανείς συμβάσεις, το μοντέλο χρηματοδότησης, η εφαρμογή μηχανισμών gatekeeping, οι απλές διαδικασίες και η δέσμευση για τήρησή τους και, βέβαια, η σταθερότητα ενός λειτουργικού πλαισίου πάνω στο οποίο θα πραγματοποιηθεί ο διάλογος και θα σχεδιαστούν οι δράσεις. Αυτό που κυρίως χρειάζεται όμως από όλους τους εμπλεκόμενους, υπογράμμισε ο ομιλητής, είναι κοινή διάθεση και όραμα για συνεργασία. Στη νέα ψηφιακή εποχή, συνέχισε, οφείλουμε να δούμε την υγεία πέρα από τον περιοριστικό ορισμό της απουσίας ασθένειας και να εξετάσουμε μοντέλα σύμπραξης, στα πρότυπα ενδεχομένως της ανάθεσης, προσφέροντας υπηρεσίες διαχείρισης και καθοδήγησης για την πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία των πολιτών.
Η υγεία πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως ένα κοινωνικό δημόσιο αγαθό και όχι ως ένα κρατικό αγαθό, κατέληξε ολοκληρώνοντας την εισήγησή του ο κ. Βασαλάκης, στην παραγωγή του οποίου πρέπει να συμμαχούν και να συνεργάζονται δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, προσπαθώντας από κοινού για τον εκδημοκρατισμό της, ούτως ώστε να έχουν όλοι οι πολίτες τη δυνατότητα πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες με το ελάχιστο δυνατό κόστος.
Για τις ΣΔΙΤ απαιτούνται θεσμικές αλλαγές και συνεννόηση με τον ιατρικό κόσμο
Οι πυλώνες των συμπράξεων δημοσίου-ιδιωτικού τομέα δεν είναι μόνο τρεις, κράτος, ασφαλιστικές εταιρείες και πολίτες, τόνισε λαμβάνοντας τον λόγο ο κ. Γεώργιος Ελευθερίου, υπάρχει κι ένας τέταρτος, ο πιο βασικός μάλιστα για τη λειτουργία των σχημάτων αυτών, οι γιατροί. Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος έχει δηλώσει δημόσια ότι είναι υπέρ των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, συνέχισε, θα πρέπει ωστόσο να τεθούν ορισμένοι όροι και κανόνες, με πρώτο και απαράβατο όρο να «ανοίξουν» τα δημόσια νοσοκομεία στο σύνολο των ιατρών. Δεύτερη απαραίτητη προϋπόθεση είναι πως οτιδήποτε γίνει όσον αφορά στις εργασιακές σχέσεις και τις αμοιβές των ιατρών θα πρέπει να περάσει μέσα από συλλογική σύμβαση με τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο, πρόσθεσε ο κ. Ελευθερίου, δηλώνοντας την απόλυτη διαφωνία των ιατρών για τη διεξαγωγή συζητήσεων μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και ιδιωτικών νοσοκομείων σχετικά με τις ιατρικές αμοιβές χωρίς την παρουσία εκπροσώπων του ιατρικού κόσμου.
Δεν είναι καλή πρακτική να αποφασίζονται οι αμοιβές των ιατρών χωρίς τους ίδιους τους ιατρούς, τόνισε ο ομιλητής. Δεν είναι καλή πρακτική, εξήγησε, τα συμβόλαια capitation που προβλέπουν ιατρικές αμοιβές στο 80% των κανονικών αμοιβών των ασφαλιστικών συμβολαίων, ούτε είναι καλή πρακτική να αμείβονται οι ιατροί μετά από αναμονή ενός έτους, καθώς το πλαίσιο αυτό και οι πρακτικές αυτές βάλλουν την αξιοπιστία του συστήματος.
Εάν θέλουμε επομένως να προχωρήσουμε σε συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, υπογράμμισε ο κ. Ελευθερίου, απαιτείται η διεξαγωγή σοβαρού διαλόγου στον οποίο θα συμμετέχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στα σχήματα αυτά συνεργασίας, μη εξαιρουμένων των ιατρών.
Έτσι όπως είναι δομημένο σήμερα το σύστημα υγείας οι συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα δεν είναι εφικτές, δήλωσε ο ομιλητής. Προκειμένου να καταστούν εφικτές, απαιτούνται ριζικές αλλαγές στις πολιτικές υγείας, συμπλήρωσε, με μία από τις βασικές αλλαγές που απαιτούνται να είναι η μετατροπή των δημοσίων νοσοκομείων σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Εάν δεν γίνουν τέτοιες θεσμικές αλλαγές, διευκρίνισε, οι συζητήσεις για τις συμπράξεις θα παραμείνουν συζητήσεις χωρίς να αποδώσουν κανένα αποτέλεσμα. Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που επίσης θα πρέπει να εξετασθεί, πρόσθεσε, είναι το πώς θα απαντήσουμε στην κοινωνία και στους πολέμιους των συμπράξεων δημοσίου-ιδιωτικού τομέα οι οποίοι θα μιλούν για ασθενείς δύο ταχυτήτων μέσα στο δημόσιο νοσοκομείο.
Συνοψίζοντας, είμαστε όλοι υπέρ των συμπράξεων δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, ανέφερε ολοκληρώνοντας την παρέμβασή του ο κ. Ελευθερίου, ωστόσο με τα υπάρχοντα δεδομένα δεν είναι εφικτές· απαιτούνται θεσμικές αλλαγές, πολιτικές πρωτοβουλίες, νομοθετικές ρυθμίσεις και οπωσδήποτε συνεννόηση με τον ιατρικό κόσμο.
Ιδεολογικές αγκυλώσεις & εναντίωση των συνδικαλιστών θέτουν εμπόδια στις ΣΔΙΤ
Υπέρ των ΣΔΙΤ και της συνεργασίας με τις ασφαλιστικές εταιρείες δήλωσε από την αρχή της τοποθέτησής του και ο κ. Φώτης Σερέτης, παραθέτοντας αρχικά την εμπειρία του από μία πρώτη προσπάθεια για σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στο Νοσοκομείο της Σαντορίνης, για το οποίο είχε ληφθεί η πολιτική απόφαση το 2014 να λειτουργήσει με ΣΔΙΤ και ανάθεση της διαχείρισης σε ιδιώτη, το εγχείρημα ωστόσο ακυρώθηκε με την αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας. Σήμερα, συνέχισε, το νοσοκομείο της Σαντορίνης λειτουργεί με ένα καθεστώς όπου οι μισοί εργαζόμενοι είναι πλήρους απασχόλησης και οι άλλοι μισοί με συμβάσεις αορίστου χρόνου και δικαίωμα διατήρησης ιδιωτικού ιατρείου εκτός νοσοκομείου και έχει προϋπολογισμό 7,5 εκατ. ετησίως, με αποτέλεσμα να μην διαθέτει μονάδα τεχνητού νεφρού και οι ασθενείς που χρειάζονται αιμοκάθαρση να μεταφέρονται αναγκαστικά αλλού, καθώς δεν υπάρχει ούτε ιδιωτικός φορέας στο νησί.
Οι συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα δεν έχουν λειτουργήσει μέχρι σήμερα λόγω των ιδεολογικών αγκυλώσεων που παρουσιάζουν ορισμένα πολιτικά κόμματα, καθώς και της εναντίωσης των συνδικαλιστών αλλά και ορισμένων εργαζομένων των νοσοκομείων, επισήμανε ο ομιλητής. Αντίθετα, οι πολίτες τάσσονται υπέρ των συμπράξεων, όταν ενημερώνονται ότι οδηγούν σε αναβάθμιση των υπηρεσιών και μεγαλύτερη πρόσβαση σε αυτές, συμπλήρωσε.
Το επιθυμητό για τους πολίτες και την κοινωνία θα ήταν να λειτουργεί το νοσοκομείο όλο το 24ωρο, ανέφερε ο κ. Σερέτης, ωστόσο δεν συμφωνούν όλοι με αυτό. Η ολιγόωρη ωστόσο λειτουργία των νοσοκομείων δημιουργεί λίστες αναμονής στα χειρουργεία, στα τακτικά ιατρεία, αλλά και σε εξειδικευμένες ακτινολογικές εξετάσεις και οδηγεί σε σχέση εξάρτησης μεταξύ ιατρού και ασθενή, πρόβλημα που θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά με την επέκταση του θεσμού των απογευματινών ιατρείων.
Όσον αφορά στη χρηματοδότηση και στους ανθρώπινους πόρους των νοσοκομείων, συνέχισε ο εισηγητής, η σύγκριση των χρηματοδοτήσεων στη χώρα μας με τα χρηματοδοτήσεις σε άλλες χώρες της ΕΕ ως ποσοστό του προϋπολογισμού είναι μάλλον άστοχη, καθώς πολλές από τις χώρες αυτές διαθέτουν συστήματα εξορθολογισμού των δαπανών και της σπάταλης, όχι μόνο σε υλικούς αλλά και σε ανθρώπινους πόρους. Η εξοικονόμηση ανθρωπίνων πόρων και ο εξορθολογισμός των δαπανών είναι δύο βασικά ζητούμενα για το σύστημα υγείας στη χώρα μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από ανισοκατανομή προσωπικού, η σωστή αξιοποίηση του οποίου θα μπορούσε να καλύψει πολλές ελλείψεις, τόνισε.
Το ελληνικό σύστημα υγείας αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της νεότερης ιστορίας μας, έχει διανύσει ωστόσο μακρά πορεία και χρειάζεται αναζωογόνηση, καθώς ό,τι δεν ανανεώνεται γηράσκει και πεθαίνει, ανέφερε ο κ. Σερέτης.
Η πραγματοποίηση κλινικών ελέγχων στα νοσοκομεία, που θα διασφαλίζουν τις υπηρεσίες που παρέχονται στον ασθενή, είναι αναγκαία και μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του κόστους, υπογράμμισε, επισημαίνοντας πως πρόκειται για μια διαδικασία που εφαρμόζεται τόσο στα εθνικά συστήματα υγείας άλλων χωρών όσο και στον ιδιωτικό τομέα στη χώρα μας.
Οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα δεν είναι παρά απλά στοχευμένες πολιτικές αποφάσεις, δεν πρέπει να μας τρομάζουν οι λέξεις, πρόσθεσε ο ομιλητής. Δεν πρόκειται παρά για αξιοποίηση της λειτουργίας των νοσοκομείων είτε από πλευράς ανθρωπίνων πόρων είτε ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού προς όφελος των πολιτών σε συνεργασία με ασφαλιστικές εταιρείες και ιδιώτες, με σεβασμό στο δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος υγείας και σεβασμό στον πολίτη, ανέφερε ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ. Σερέτης.
Απεριόριστο το πλαίσιο των συμπράξεων, με ουσιαστικά οφέλη για τους πολίτες
Το ερώτημα αν είμαστε υπέρ ή κατά των συμπράξεων δημοσίου-ιδιωτικού τομέα είναι κάτι αντίστοιχο με το να ρωτάμε αν είμαστε υπέρ ή κατά των εμβολίων, αποτελεί ένα ερώτημα εντελώς εκτός εποχής και πραγματικότητας, ξεκίνησε την τοποθέτησή της η κ. Χριστίνα Παπανικολάου. Σαφώς, σε αυτό που συμφωνούμε όλοι είναι ότι πρέπει να προηγηθούν πολιτικές αποφάσεις, συνέχισε, οι οποίες πρέπει να αφορούν στην αναδιαμόρφωση μίας στρατηγικής ριζικών μεταρρυθμίσεων του συστήματος υγείας στη χώρα μας. Δεν μπορεί το σύστημα αυτό, το οποίο λειτουργεί με τεράστιες στρεβλώσεις στην αγορά υπηρεσιών, να συνεχίσει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν ανάγκες και προτεραιότητες, υπάρχουν ήδη κάποιες ευρωπαϊκές οδηγίες και ελληνικές νομοθετικές ρυθμίσεις, επομένως είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο αφού πρώτα αναπτυχθεί μία στρατηγική, επισήμανε η ομιλήτρια.
Όταν αναφερόμαστε σε μια σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, πρέπει να γνωρίζουμε για τι ακριβώς μιλάμε, σημείωσε η κ. Παπανικολάου. Στην Αγγλία, εξήγησε, έγιναν συμπράξεις το 1992-1993 γιατί εκείνη τη χρονική περίοδο χρειάζονταν να χτίσουν νοσοκομεία· έτσι ανέλαβαν κάποιες εταιρείες τη δημιουργία και τη λειτουργία νοσοκομείων με συγκεκριμένους όρους τους οποίους υπαγόρευε η βρετανική κυβέρνηση, τα οποία λειτουργούσαν επί 25 έτη με τους ίδιους όρους, χωρίς να είναι ιδιωτικά και να πληρώνουν οι πολίτες, και μετά το διάστημα αυτό περιήλθαν στην κατοχή του αγγλικού δημοσίου. Αυτή είναι μία μορφή σύμπραξης, συνέχισε η εισηγήτρια, εμείς ευτυχώς δεν χρειαζόμαστε άλλα νοσοκομεία, έχουμε πάρα πολλά, χρειαζόμαστε όμως μια αναδιάρθρωση των νοσοκομείων, μετατροπή κάποιων νοσοκομείων σε πρωτοβάθμιες μονάδες, ομογενοποίηση των κανόνων λειτουργίας των πρωτοβάθμιων υπηρεσιών και ριζική παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις των νοσοκομειακών ιατρών, καθώς η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση δεν μπορεί να υπάρχει, είναι παρωχημένη.
Η ιδιωτική ασφάλιση θα πρέπει να μελετήσει και να υποβοηθήσει τον μετασχηματισμό του υγειονομικού συστήματος της χώρας μας, τόνισε η κ. Παπανικολάου, διευκρινίζοντας πως ο μετασχηματισμός του 21ου αιώνα είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός και ασφαλώς θα πρέπει να εμπεριέχει την καινοτομία.
Στη Γαλλία, όπου οι υγειονομικές περιφέρειες έχουν εξαιρετικά ισχυρό ρόλο, έχουν την αποκλειστική εποπτεία όλων των δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, έδωσε ένα παράδειγμα η εισηγήτρια, πραγματοποιήθηκε μία σύμπραξη δημόσιων και ιδιωτικών νοσοκομείων και φορέων πρωτοβάθμιας φροντίδας, που οδήγησε στη δημιουργία ενός συστήματος ασθενοφόρων, εξοπλισμένων με όλα τα σύγχρονα μέσα τηλεϊατρικής και εφοδιασμένων με σημαντικό ιατρικό εξοπλισμό, τα οποία επικοινωνούσαν με το νοσοκομείο βάσης και έστελναν τα πρώτα αποτελέσματα του ασθενή, ούτως ώστε οι επαγγελματίες υγείας που υποδέχονταν το περιστατικό να είναι προετοιμασμένοι και να καθοδηγούν τον ασθενή στο σωστό σημείο αντιμετώπισης του προβλήματός του χωρίς να χάνεται πολύτιμος χρόνος.
Ένα άλλο παράδειγμα σύμπραξης είναι το δίκτυο που δημιουργήθηκε στη Γαλλία μεταξύ δημόσιων, ιδιωτικών, πανεπιστημιακών νοσοκομείων προκειμένου να μπορούν οι πολίτες να λαμβάνουν μια δεύτερη γνώμη, συνέχισε η κ. Παπανικολάου. Το πλαίσιο συνεργασιών και συμπράξεων είναι απεριόριστο και μπορεί να αποφέρει ουσιαστικά οφέλη για τους πολίτες, κατέληξε, συμπληρώνοντας ότι ένα σημαντικό πεδίο σύμπραξης όπου απαιτείται η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα θα μπορούσαν να είναι και τα Big Data Analytics.
Η εμπειρία των ΣΔΙΤ σε χώρες της Ε. Ε. και σύγκριση με την Ελλάδα
Παραθέτοντας στοιχεία του ΟΟΣΑ σχετικά με τις συμπράξεις στις ευρωπαϊκές χώρες, η κ. Μαρία Γαμβρούλη ανέφερε πως οι συνεργασίες αυτές αποτελούν μακροχρόνιας διάρκειας σχέσεις που μπορεί να υπερβαίνουν ακόμη και τη δεκαετία. Τα σχέδια συμπράξεων είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται και να προσαρμόζονται σε όλα τα υγειονομικά συστήματα των ευρωπαϊκών χωρών, πρόσθεσε, δίνοντας ως παράδειγμα το NHS στην Αγγλία, όπου οι ΣΔΙΤ έχουν αναλάβει το κομμάτι της ιατρικής περίθαλψης, ενώ όλες οι υπόλοιπες παροχές υπηρεσιών υγείας που χρειάζεται ο ασθενής εισερχόμενος στο νοσοκομείο προέρχονται από το δημόσιο σύστημα της Αγγλίας.
Αν και η εμπειρία των ΣΔΙΤ στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται εκ πρώτης όψεως θετική, δήλωσε η κ. Γαμβρούλη, πολλά έργα ωστόσο δεν έχουν εκπληρώσει τις προσδοκίες. Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ομάδας Ειδικών για την Ανεύρεση Αποτελεσματικών Τρόπων Επένδυσης στην Υγεία, στην Πορτογαλία τα μοντέλα συμπράξεων έχουν οδηγήσει σε απογοητευτικά οικονομικά αποτελέσματα και φαίνονται μη βιώσιμα. Στη Γερμανία, οι ΣΔΙΤ φαίνονται λιγότερο αποδοτικές από την καθαρά δημόσια νοσοκομειακή πρόνοια αλλά φαίνεται να προσφέρουν υψηλότερη ποιότητα φροντίδας. Στην Ιταλία, οι ΣΔΙΤ δεν φαίνεται να ταιριάζουν πάντοτε με τις δημόσιες ανάγκες, ωστόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο υποδεικνύουν θετική αξία αναφορικά με την αξιολόγηση των χρημάτων, καθώς και υψηλή ικανοποίηση των ασθενών. Στην Ισπανία, όπου η συνεργασία των ιδιωτών με τους δημόσιους παρόχους έχει μακρά παράδοση και υπάρχει μεγάλη και ποικιλόμορφη εμπειρία συνεργασίας, ορισμένες εκθέσεις σχετικά με τις ΣΔΙΤ, παρά το ότι επισημαίνουν ευκαιρίες εξοικονόμησης χρημάτων σε σύγκριση με την παραδοσιακή παροχή υπηρεσιών υγείας, εντοπίζουν επίσης το αυξημένο οικονομικό κόστος εφαρμογής των ΣΔΙΤ και ανεπάρκειες όσον αφορά στην επεξεργασία των προσφορών και των συμβάσεων μέσα στα δημόσια νοσοκομεία.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και αξιολογήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Υγεία και τους Καταναλωτές και την Ομάδα Ειδικών για την Ανεύρεση Αποτελεσματικών Τρόπων Επένδυσης στην Υγεία, επισήμανε η ομιλήτρια, δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να αποδεικνύουν πως οι ΣΔΙΤ είναι οικονομικά αποδοτικές σε σύγκριση με τις παραδοσιακές μορφές δημόσια χρηματοδοτούμενης παροχής υγειονομικής περίθαλψης. Το σημαντικότερο δε είναι ότι οι ΣΔΙΤ δεν διευκολύνουν τον δημοσιονομικό περιορισμό του δημόσιου προϋπολογισμού, αντιθέτως υπάρχουν στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισπανία που υποδεικνύουν ότι οι δαπάνες που συνδέονται με τις ΣΔΙΤ υπερβαίνουν τις δαπάνες σε μία αμιγώς δημόσια παροχή νοσοκομειακής περίθαλψης. Επιπλέον, πρόσθεσε η κ. Γαμβρούλη, σύμφωνα με την Ομάδα Ειδικών για την Ανεύρεση Αποτελεσματικών Τρόπων Επένδυσης στην Υγεία, δεν υπάρχουν σημαντικές αποδείξεις ότι τα νοσοκομεία του δημοσίου και των ΣΔΙΤ διαφέρουν ιδιαίτερα στις χώρες που μελετώνται, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Εκτός Ευρώπης, στο Ιράν, τα αποτελέσματα μίας μελέτης αξιολόγησης της εφαρμογής των ΣΔΙΤ σε ένα νοσοκομείο έδειξαν μείωση του χρόνου παραμονής του ασθενή στο νοσοκομείο και βελτίωση στον χρόνο επανακατάληψης της κλίνης, ωστόσο η μελέτη αυτή περιλάμβανε μόνο τους λειτουργικούς αυτούς δείκτες και όχι την ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας και την ικανοποίηση των ασθενών, στοιχείων που αντικατοπτρίζουν και την ουσιαστική αξία των ΣΔΙΤ, τόνισε η εισηγήτρια. Ένα σημαντικό όμως στοιχείο που αποκαλύφθηκε με αυτή τη μελέτη, συμπλήρωσε, είναι ότι όλη η ομάδα των επαγγελματιών υγείας ήταν συμπαγής, δεν υπήρχαν ανακατατάξεις και μετατοπίσεις για την κάλυψη ελλείψεων. Στη χώρα μας, όπου δεν είναι θεσμοθετημένο και σαφώς περιγεγραμμένο ποια είναι η νοσηλευτική πράξη και πόσο αυτή κοστολογείται και που οι νοσηλευτές αποφοιτούν από τις σχολές ως γενικοί νοσηλευτές, πώς θα ήταν δυνατόν το νοσηλευτικό προσωπικό να είναι συμπαγές και η εφαρμογή των ΣΔΙΤ να είχε τα αποτελέσματα που διαπιστώθηκαν στο Ιράν, διερωτήθηκε.
Επομένως, η εφαρμογή ΣΔΙΤ στη χώρα μας απαιτεί αλλαγές, απαιτεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, απαιτεί μια συμπαγή ομάδα επαγγελματιών υγείας ίσων και ίδιων ταχυτήτων ως προς την περιγραφή της θέσης εργασίας τους, των νοσηλευτικών και ιατρικών πράξεων και της κοστολόγησής τους, ολοκλήρωσε την εισήγησή της η κ. Γαμβρούλη.
Απαραίτητο να ξεκινήσει η συζήτηση και η διατύπωση προτάσεων
Το πρόβλημα των ιδιαίτερα υψηλών ιδιωτικών πληρωμών που επιβαρύνουν τους πολίτες θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί ενδεχομένως αποτελεσματικά εάν η δημόσια και η ιδιωτική ασφάλιση λειτουργούσαν συμπληρωματικά και χωρίς επικαλύψεις παροχών, δήλωσε η κ. Αναστασία Μπαλασοπούλου, Διοικήτρια του Γ.Ν.Α. «Ιπποκράτειο». Όσον αφορά στην ποιότητα των υπηρεσιών, πρόσθεσε, θα πρέπει ασφαλώς να θέσουμε ένα σύνολο δεικτών στη χώρα μας, προσαρμοσμένων ωστόσο στη δική μας πραγματικότητα.
Θετικά και αρνητικά σημεία υπάρχουν φυσικά σε όλα τα συστήματα υγείας, συνέχισε η κ. Μπαλασοπούλου, και εφόσον κάνουμε συγκρίσεις θα πρέπει να βλέπουμε και τα δυνατά σημεία του συστήματός μας εκτός των αδύναμων.
Τα νοσοκομεία αποτελούν κέντρα παραγωγής υπηρεσιών που απορροφούν κόστος και όχι κέντρα κόστους, επισήμανε η ομιλήτρια, με το κόστος που απορροφάται να αφορά στην κατασκευή, τη στελέχωση, τη συντήρηση και τον εφοδιασμό τους. Δηλώνοντας υπέρμαχος του διαμοιρασμού του κόστους, των κινδύνων και του οφέλους, η κ. Μπαλασοπούλου ανέφερε πως όταν φθάσει η στιγμή για τον διαμοιρασμό του κόστους θα πρέπει να μελετηθεί τι θα αναλάβει να καλύψει κάθε μέρος της συνεργασίας. Στην περίπτωση του εσόδου του νοσοκομείου από μία ΣΔΙΤ, πρόκειται για μία τιμή που θα καθορίσει ο ΕΟΠΥΥ, ενώ υπάρχει προφανώς και ένα κόστος λειτουργίας, που σημαίνει προτεραιότητα στη νοσηλεία στις συγκεκριμένες πτέρυγες που περιλαμβάνονται στη σύμπραξη, σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχουν χειρουργικές αίθουσες και χώροι παρεμβατικής ιατρικής σε υψηλότερο επίπεδο ανταποκρισιμότητας, σημαίνει επίσης ευπρεπή γρήγορη και καθαρή εξυπηρέτηση σε όλους τους υποστηρικτικούς εργαστηριακούς χώρους, συνέχισε η ομιλήτρια. Και φυσικά σημαίνει υψηλή ποιότητα στην περίθαλψη, τόνισε, πεδίο στο οποίο ωστόσο ο δημόσιος τομέας δεν υστερεί του ιδιωτικού.
Για να συμμετάσχει ένα δημόσιο νοσοκομείο σε μία σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα, απαιτείται ειδική οργάνωση πάνω στο θέμα και προσαρμοσμένα logistics, συνόψισε η κ. Μπαλασοπούλου. Όταν όμως η αμοιβή που θα εισπράξει το νοσοκομείο είναι ίδια με αυτή που δίνει ο ΕΟΠΥΥ και το νοσοκομείο δεν έχει κάποιο επιπλέον έσοδο από αυτή τη σύμπραξη, για ποιο λόγο να το κάνει, διερωτήθηκε η εισηγήτρια. Επομένως, θα πρέπει να υπάρξει μια άλλη τιμολόγηση, προκειμένου και το νοσοκομείο να έχει όφελος από τη σύμπραξη, σημείωσε, ενώ επιπλέον θα πρέπει να συζητηθεί και το θέμα της από κοινού χρηματοδότησης κάποιων εκ των δομών, αλλά και να καθορισθούν οι δείκτες εκ των οποίων θα κρίνεται η αποτελεσματικότητα της παροχής υπηρεσιών.
Αντί λοιπόν να διαφωνούμε, υπογράμμισε κλείνοντας την τοποθέτησή της η κ. Μπαλασοπούλου, θα μπορούσαμε να καθίσουμε στο τραπέζι, να θέσουμε τα θέματα ένα προς ένα και να αρχίσουμε να συζητάμε και να χτίζουμε προτάσεις. Αρκετά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα δημόσια νοσοκομεία όσον αφορά στη συμμετοχή τους σε μια ΣΔΙΤ, πρόσθεσε, θα μπορούσαν ενδεχομένως να λυθούν με τη μετατροπή τους σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, αυτό ωστόσο προϋποθέτει σαφείς διασφαλίσεις για το προσωπικό και τις εργασιακές τους σχέσεις.
Τέλος, συμπλήρωσε, αναφορικά με τα DRGs, θα μπορούσε ίσως να δοθεί περισσότερη βαρύτητα στη μελέτη που αφορά στις αναγκαίες προσαρμογές που πρέπει να κάνουν όλοι οι φορείς προκειμένου να «τρέξει» ένα DRG σύστημα.
Μια σειρά ζητημάτων προς επίλυση, πριν από τη συζήτηση για τις συμπράξεις
Αυτό που πρέπει να αποτελεί θεμέλιο στη συζήτηση για τις συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, ξεκίνησε την ομιλία του ο κ. Σπύρος Αποστολόπουλος, οικονομολόγος υγείας, ότι, εφόσον επιθυμούμε να βρούμε κάποιες συγκλίνουσες απόψεις και αρχές μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, οφείλουμε να προβούμε αρχικά σε κάποιες παραδοχές. Μία βασική παραδοχή, εξήγησε, είναι να αναγνωρίσουμε κατά πόσο είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο· κατά πόσο μπορούν η κοινωνία, ο συνδικαλιστικός βραχίονας του δημοσίου τομέα, τα επιχειρηματικά σχέδια, οι προϋπολογισμοί και οι στοχεύσεις να συνδυασθούν και να δημιουργήσουν έναν κοινό τόπο ύπαρξης.
Εφόσον διαπιστωθεί πως η προσπάθεια για σύμπραξη θα έχει θετικό αποτέλεσμα για τον τελικό παραλήπτη των υπηρεσιών υγείας που είναι η κοινωνία και εφόσον υπάρξει σύγκλιση και σύμπνοια, αμβλυνθούν εκατέρωθεν οι ενστάσεις και αντιρρήσεις και έχουν όλοι όφελος από αυτή τη σύμπραξη, τότε προφανώς είμαστε έτοιμοι και μπορούμε να ξεκινήσουμε τον διάλογο με σωστό σχεδιασμό και οργάνωση, υπογράμμισε ο κ. Αποστολόπουλος.
Η εργασιακή εμπειρία μου στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, συνέχισε ο ομιλητής, με κάνει να γνωρίζω καλά το θεσμικό πλαίσιο τόσο των δημόσιων νοσοκομείων όσο και του ιδιωτικού τομέα και ειδικά μεγάλων καταξιωμένων μονάδων υγείας. Ο ομιλητής παρέθεσε στη συνέχεια, ορισμένα ζητήματα βάσει της εμπειρίας του, όπως το ερώτημα ποιος μπορεί να θέσει σε μια αρχική συζήτηση και αναδιατύπωση σύμφωνα με τους όρους της εποχής μας, της αγοράς και του αμοιβαίου οφέλους, το θεσμικό πλαίσιο που διέπει καταρχάς τις εργασιακές σχέσεις ειδικά του δημόσιου τομέα, αλλά και το πώς μπορεί να επεκταθεί η περιορισμένη και μη επαρκής για την κάλυψη των αναγκών των ασθενών χρήση των απογευματινών ιατρείων, προκειμένου να αποσυμφορηθούν οι ουρές ασθενών που αντιμετωπίζονται τις πρωινές ώρες και οι λίστες αναμονής.
Στον δημόσιο τομέα, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανενεργοί υποδομές και προσωπικό λόγω του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου, τόνισε ο ομιλητής, εκτιμάται ωστόσο ότι η πλειονότητα των εργαζομένων δεν θα έβλεπε αρνητικά την υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις συμμετοχή τους σε μια διεύρυνση της λειτουργίας του νοσοκομείου.
Εφόσον επιλυθούν όλα αυτά τα ζητήματα, συνέχισε ο κ. Αποστολόπουλος, μπορούμε να προχωρήσουμε σε ένα υποθετικό πλαίσιο συνεργασίας, όπου τίθενται νέα ερωτήματα, όπως ποιο τμήμα της αγοράς θα ενδιέφερε τον ιδιωτικό τομέα και ποιες υπηρεσίες και υποδομές θα προσέφερε στο πλαίσιο της σύμπραξης η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά. Στόχος μίας σύμπραξης θα πρέπει να είναι να διορθωθούν οι υφιστάμενες στρεβλώσεις της αγοράς, υπογράμμισε ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του ο ομιλητής, καθώς αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία να συνεργασθούν οι δύο τομείς ώστε να δημιουργήσουν μεγαλύτερο αποθετικό κεφάλαιο για την κοινωνία και για την υγειονομική ιστορία της χώρας.
Συζήτηση
Στη συνέχεια των εισηγήσεων και των ομιλιών, το μικρόφωνο δόθηκε στο κοινό που παρακολουθούσε τη συνεδρία, με το πρώτο σχόλιο να αναφέρεται στην απουσία κινήτρων για τα νοσοκομεία του δημοσίου τομέα προκειμένου να βελτιωθούν. Πριν όμως και από τα κίνητρα, απαιτείται η πολιτική βούληση ούτως ώστε να αναπτυχθεί ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο θα καθορίζει θέματα όπως η τιμολογιακή και λειτουργική δομή των νοσοκομείων, ιδιωτικών και δημοσίων, με τους ίδιους όρους, ανέφερε ο ομιλών. Τα ιδιωτικά προφανώς, επειδή είναι επιχειρήσεις, θα έχουν το κέρδος τους, αλλά και τα δημόσια θα έχουν επίσης το κέρδος τους, το οποίο θα ανακεφαλαιοποιούν προκειμένου να προβούν σε βελτιώσεις. Όσον αφορά, δε, στο κόστος των εργαζομένων, δεν είναι μόνο ο μισθός τους, είναι ο συνδυασμός μισθού και απόδοσης· εάν η απόδοση είναι μεγαλύτερη, αυτό σημαίνει πως ο μισθός είναι πολύ μικρός.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα ιστορικό γεγονός, επισήμανε η κ. Άννα Μαστοράκου, με την ιδιότητά της ως Αντιπροέδρου του ΠΙΣ, το γεγονός ότι πολλοί γιατροί φεύγουν από τη χώρα διότι απαξιώνονται πολλαπλώς, καταρχάς μέσα από το σύστημα ΣΔΙΤ του ΕΟΠΥΥ, το οποίο «πνίγει» το δικαίωμα βιοπορισμού των ιατρών. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία συνεργασία και κανένα σύστημα υπεραξιών που να στηρίζεται στην απαξίωση των λειτουργών του, τόνισε. Αυτή τη στιγμή, πρόσθεσε, υπάρχει μια μεταρρύθμιση στην πρωτοβάθμια υγεία όπου σημειώθηκε μια μεγάλη αποτυχία, από την οποία πρέπει να διδαχθούμε. Οι οικογενειακοί ιατροί δεν μπήκαν στο σύστημα, καθώς οι προκηρύξεις για ΤΟΜΥ και ΕΟΠΥΥ ήταν περίπου 4000 θέσεις και αυτή τη στιγμή οι θέσεις που έχουν καλυφθεί δεν φθάνουν τις 1200. Από την άλλη, συνέχισε, η Ευρώπη έχει ανοίξει τις αγκάλες της στους Έλληνες ιατρούς και καθημερινά στους ιατρικούς συλλόγους έρχονται προκηρύξεις θέσεων εργασίας, κατάσταση που θα πρέπει να μας προβληματίσει. Η ασφαλιστική αγορά θα πρέπει επίσης να αναθεωρήσει τον τρόπο λειτουργίας της, ανέφερε η κ. Μαστοράκου, προκειμένου να μειωθεί ο τεράστιος χρόνος αναμονής για την αποζημίωση των συνεργαζόμενων με αυτήν ιατρών. Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος είναι υπέρ των ΣΔΙΤ, κατέληξε η κ. Μαστοράκου, θα προασπισθεί ωστόσο σε κάθε περίπτωση τους σκοπούς και το αγαθό της δημόσιας υγείας και την αξιοπρέπεια των λειτουργών υγείας.
Οι ΣΔΙΤ είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα, παρατήρησε ο κ. Χρήστος Μπουρσανίδης, δυστυχώς ωστόσο δεν έχει προσδιορισθεί ακόμη με σαφήνεια τι εννοεί καθένας με τον όρο αυτό, ενώ επιπλέον ο διάλογος που ξεκίνησε τέθηκε εξ αρχής στο πλαίσιο του διλήμματος δημόσιο – ιδιωτικό, πλαίσιο που περιορίζει τον τρόπο σκέψης και εξεύρεσης λύσεων. Αντί να αναζητούμε μόνο εναλλακτικές για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο δημόσιος τομέας, θα μπορούσαμε να ψάχνουμε και λύσεις για να τον βελτιώσουμε, πρότεινε ο κ. Μπουρσανίδης, επισημαίνοντας ότι στην προσπάθεια αυτή βελτίωσης του δημοσίου τομέα υπάρχει επίσης αρκετός χώρος συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε, ανέφερε, είναι πως ο ιδιωτικός τομέας δεν θα αναπτυχθεί ποτέ είτε από τους παρόχους είτε από την ασφάλιση, όταν δεν δουλεύει καλά ο δημόσιος τομέας.
Στη συνέχεια, το μικρόφωνο έλαβε ο κ. Δημήτρης Πατσάκης, δηλώνοντας σφόδρα αντίθετος με την άποψη να ανοίξουν τα εξωτερικά ιατρεία στους πελάτες των ασφαλιστικών εταιρειών και υπογραμμίζοντας πως τα εξωτερικά ιατρεία θα πρέπει να φύγουν από τα νοσοκομεία, τα οποία δεν θα πρέπει να ασκούν πρωτοβάθμια περίθαλψη.
Ο διάλογος ήταν εξαιρετικά γόνιμος και τα θέματα που θίχτηκαν στο πλαίσιο της συνεδρίας ήταν πολλά, σχολίασε ο κ. Θανάσης Λοπατατζίδης, κλείνοντας τις εργασίες της στρογγυλής τράπεζας. Ιδιαίτερα οι εκπρόσωποι του δημοσίου τομέα, επισήμανε, ανέλυσαν με μεγάλη σαφήνεια και πληρότητα το γεγονός ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο και ένα στρατηγικό σχέδιο που θα μας οδηγήσει σε ένα καλό αποτέλεσμα, καθώς και το γεγονός πως θα πρέπει να υπάρχουν σοβαρά και σημαντικά κίνητρα, τόσο για τους δημόσιους λειτουργούς οι οποίοι θα κληθούν να περιθάλψουν ασθενείς των ασφαλιστικών εταιρειών, όσο και για τους πολίτες που θα χρησιμοποιήσουν αυτές τις υπηρεσίες. Η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα θα μπορούσε να αποτελέσει μία αφορμή ούτως ώστε υπηρεσίες οι οποίες δεν υπάρχουν στον δημόσιο τομέα, συμπλήρωσε ο κ. Λοπατατζίδης, να δημιουργηθούν, ή να βελτιωθούν οι υφιστάμενες υπηρεσίες όπου υπάρχει δυνατότητα, αρκεί και η ασφαλιστική αγορά από την πλευρά της να δεχθεί να επενδύσει, όχι μόνο οικονομικά αλλά και σε ανθρώπινους πόρους και τεχνογνωσία, προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Πάνω απ’ όλα βέβαια, χρειαζόμαστε κλίμα συναίνεσης, κατέληξε, ευχαριστώντας όλους τους συμμετέχοντες.