Στη συζήτηση για τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στην Υγεία, εκπρόσωποι ασφαλιστικών εταιρειών, αλλά και διοικητικά στελέχη νοσοκομείων συζήτησαν με τον Γενικό Γραμματέα Υπηρεσιών Υγείας του Υπουργείου Υγείας, κ. Ιωάννη Κωτσιόπουλο, κατά πόσον σήμερα έχουν ωριμάσει οι περιστάσεις, και αν θα είναι ωφέλιμο για το κράτος και τους πολίτες να αξιοποιηθούν και να προχωρήσουν οι ΣΔΙΤ στον χώρο της υγείας.
Τη συζήτηση συντόνισε ο Θανάσης Παπαμίχος, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΔΥΥ) με την υποστήριξη της οποίας διοργανώθηκε η συνεδρία. Δείτε τη συνοπτική αποτύπωση της τοποθέτησης του κ. Κωτσιόπουλου, των παρεμβάσεων και της συζήτησης που ακολούθησε.
Το μεγαλύτερο όφελος των ΣΔΙΤ είναι η διαχείριση του κινδύνου
Πρώτος τοποθετήθηκε ο κ. Κωτσιόπουλος, ο οποίος παρατήρησε πως χρόνια τώρα οι ΣΔΙΤ βρίσκονται στην ατζέντα και στην Ελλάδα, ωστόσο η αγορά δεν έχει ωριμάσει ακόμα ώστε να τις δεχτεί. Οι ΣΔΙΤ δεν είναι κάτι καινούργιο, υπάρχει εκτενής διεθνής εμπειρία, καθώς στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Πορτογαλία, αλλά και παγκοσμίως, εφαρμόζονται οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στην υγεία. Ακόμα και η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην ιδιωτική αγορά, με τις ΣΔΙΤ σήμερα να ανέρχονται στα 10 δισ. δολάρια και βάσει των οποίων έχουν κατασκευαστεί μεγάλες και αξιόλογες νοσοκομειακές μονάδες, επισήμανε.
Η Ελλάδα έχει να κερδίσει από τις ΣΔΙΤ, δήλωσε ο κ. Κωτσιόπουλος επισημαίνοντας ότι η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι υπάρχουν οφέλη από τις ΣΔΙΤ, αλλά και κίνδυνοι, για τους οποίους έχουμε πάρει μαθήματα.
Με τη βοήθεια των ΣΔΙΤ μπορούμε να φτιάξουμε στη χώρα μας ένα χρηματοδοτικό μοντέλο κατασκευής ενός έργου ή μιας υπηρεσίας ώστε να ξεπεράσουμε το πολύ αυστηρό πλαίσιο για τις δαπάνες στην υγεία και να κατασκευάσουμε απαραίτητα έργα για τα οποία δεν έχουμε σήμερα όλους τους πόρους, όπως έχει γίνει σε άλλους τομείς του δημοσίου. Άρα υπάρχει ένα οικονομικό όφελος για τη χώρα, επισήμανε ο κ. Κωτσιόπουλος. Επίσης, υπάρχει το «value for money», δηλαδή, με τις ΣΔΙΤ μπορούμε να παράγουμε έργο και να κατασκευάσουμε κάτι πολύ χρήσιμο, άμεσα.
Το μεγαλύτερο όφελος των ΣΔΙΤ είναι η διαχείριση του κινδύνου, ώστε ένα έργο να μην υπερβεί τον προϋπολογισμό του και να ολοκληρωθεί εμπρόθεσμα, τόνισε. Ο κίνδυνος αυτός μεταβιβάζεται από το Δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Τέλος, με τις συμπράξεις αυτές το κράτος επωφελείται από την τεχνογνωσία, την εμπειρία και τους ανθρώπους του ιδιωτικού τομέα και την καινοτομία για να κατασκευάσει περίπλοκα έργα, που πολλές φορές το δημόσιο δεν διαθέτει.
Από την άλλη πλευρά, όπως είπε ο κ. Κωτσιόπουλος, κάθε σύμπραξη έχει ρίσκα, τα οποία πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν κάθε κυβέρνηση. Ένας κίνδυνος είναι ότι μπορεί το κράτος να μετατοπίσει χρηματοροές στο μέλλον με αποτέλεσμα βραχυπρόθεσμα να λυθεί ένα πρόβλημα χρηματοδότησης, αλλά κάνοντας πολλές συμπράξεις αρκετά χρόνια μετά να συσσωρευτούν πληρωμές με αποτέλεσμα να μην μπορούν να γίνουν νέα έργα-όπως έγινε στο Ην. Βασίλειο. Υπάρχει επίσης ένα πολιτικό ρίσκο, είπε ο κ. Κωτσιόπουλος, δηλαδή, κατά πόσο η χώρα και οι πολίτες είναι ώριμοι για τις ΣΔΙΤ. Αυτό είναι βέβαια θέμα επικοινωνίας και θα πρέπει να εξηγηθεί στο κοινό για να μην υπάρχει ανησυχία, π.χ. για τις εργασιακές σχέσεις. Και πάλι υπάρχουν παραδείγματα από το εξωτερικό, που μπορούν να «σπάσουν» τους μύθους γύρω από τις ΣΔΙΤ, είπε κλείνοντας την αρχική του παρέμβαση ο κ. Κωτσιόπουλος.
Το θέμα των ΣΔΙΤ σε βάθος και με τεκμηριωμένες απόψεις
Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ο Πρόεδρος του ΠΙΣ, κ. Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, ο οποίος ανέφερε ότι δεν υπάρχει μία συγκροτημένη άποψη του Συλλόγου για τις ΣΔΙΤ και για αυτόν ακριβώς τον λόγο έγινε τον ίδιο πρωί μια ημερίδα για να ακουστούν εμπειρίες από άλλες χώρες και να γίνει μια προβολή αυτών στην ελληνική πραγματικότητα. Η ημερίδα διακόπηκε από ομάδα ατόμων, ωστόσο η συζήτηση θα συνεχιστεί, τόνισε.
Ο κ. Εξαδάκτυλος εξέφρασε την άποψη ότι σε αντίθεση με την «evidence-based medicine» που έχει εδραιωθεί στη χώρα μας, η ανάλογη μεθοδολογική προσέγγιση δεν υφίσταται στη πολιτική, δηλαδή δεν υπάρχει «evidence-based politics». Υπάρχει λοιπόν ανάγκη να εξεταστεί το θέμα των ΣΔΙΤ σε βάθος και με τεκμηριωμένες απόψεις, γιατί μέχρι στιγμής υπάρχουν λίγα μόνο έργα (νοσοκομεία που έχουν κατασκευαστεί με ΣΔΙΤ, παροχή υπηρεσιών από ιδιώτες ιατρούς, κ.α.). Παρατήρησε επίσης, ότι πρέπει να αλλάξει ο όρος από συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε συμπράξεις «κρατικού» και ιδιωτικού τομέα, καθώς οι υπηρεσίες που παρέχονται από τους ιδιώτες ιατρούς είναι και αυτές δημόσιου χαρακτήρα.
Οι έρευνες κοινής γνώμης που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα συντείνουν στο ότι οι πολίτες θα προτιμούσαν να νοσηλευτούν σε ιδιωτικά νοσοκομεία, εφόσον έχουν την οικονομική δυνατότητα -μερικές φορές και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα-, ενώ υπάρχει σταθερή δυσαρέσκεια απέναντι στο ΕΣΥ, επισήμανε ο κ. Εξαδάκτυλος, άρα -κατέληξε- το ΕΣΥ χρειάζεται «ενέσεις βελτίωσης», και βελτίωση χωρίς πόρους δεν γίνεται. Αν και έχουμε τους καλύτερους ιατρούς –τόνισε- αυτοί βρίσκονται είτε στο εξωτερικό είτε εκτός ΕΣΥ, ενώ οι αμοιβές τους είναι οι μικρότερες σε όλη την Ευρώπη. Έχουμε εφεύρει, ως αποτέλεσμα, ορισμένους αντισταθμιστικούς μηχανισμούς για τους οποίους δεν πρέπει να είμαστε περήφανοι, υπογράμμισε ο κ. Εξαδάκτυλος, και μέσω αυτών επιλέγουν οι ασθενείς τον γιατρό που επιθυμούν να τους θεραπεύσει, δεδομένου ότι δεν υπάρχει επίσημος τρόπος.
Η συζήτηση για τις ΣΔΙΤ μπορεί να αποδειχθεί γόνιμη, προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης πόρων και της παροχής υψηλότερου επιπέδου υπηρεσιών υγείας, επισήμανε ο κ. Εξαδάκτυλος, και πρόσθεσε ότι ο ΠΙΣ θέλει να συμβάλει σε αυτή τη φάση της διερεύνησης, διεκδικώντας παράλληλα καλύτερες συνθήκες για τους Έλληνες γιατρούς, που συνεπάγονται καλύτερες υπηρεσίες για τους ασθενείς.
Έπρεπε ήδη το κράτος να έχει συμβληθεί με ιδιώτες για την παροχή υπηρεσιών υγείας
Ο κ. Χρήστος Ιατρού σχολίασε στη συνέχεια, ότι σύμφωνα με τους αριθμούς, το ΕΣΥ είναι βέβαιο πως θα έχει πρόβλημα τα επόμενα χρόνια στη στελέχωσή του σε ιατρούς και η πολιτεία θα πρέπει να το επιλύσει.
Με βάση την πολυετή εμπειρία του από το ΕΣΥ και το Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο (ΑΥΣ), ο κ. Ιατρού περιέγραψε τι ισχύει σήμερα με υπηρεσίες που αναζητούν οι ασθενείς όταν αυτές δεν προσφέρονται από τα δημόσια νοσοκομεία, για να απαντήσει σε ερώτηση του κ. Παπαμίχου εάν θα μπορούσε το κράτος να συμβληθεί με ιδιωτικούς φορείς ώστε να παρέχονται από αυτούς εντός Ελλάδας υπηρεσίες που σήμερα αναζητούνται στο εξωτερικό. Ο κ. Ιατρού επισήμανε ότι οι κανονισμοί προβλέπουν πως μόνο περιστατικά που βεβαιώνεται από καθηγητή πανεπιστημίου ή από διευθυντή του ΕΣΥ ότι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε δημόσιο νοσοκομείο της χώρας, καλύπτονται για νοσηλεία στο εξωτερικό (στην Ευρώπη και σπανιότερα στις ΗΠΑ). Ωστόσο, στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν ιατροί μετεκπαιδευμένοι στο εξωτερικό με εμπειρία που δεν υπάρχει στο δημόσιο· επιπλέον, ο τεχνολογικός εξοπλισμός του ιδιωτικού τομέα δεν συγκρίνεται με αυτόν του δημοσίου, καθώς με τις χρονοβόρες διαδικασίες για την προμήθεια εξοπλισμού, όταν τελικά ο εξοπλισμός φτάνει στο δημόσιο νοσοκομείο είναι ήδη ξεπερασμένος. Ο ΕΟΠΥΥ πληρώνει περίπου 35 εκατομμύρια ευρώ για νοσήλεια στο εξωτερικό, είπε ο κ. Ιατρού, ενώ εάν επιτρεπόταν τα περιστατικά να αντιμετωπιστούν στον ιδιωτικό τομέα, ο οργανισμός θα είχε ένα κέρδος 40-50%. Το ΑΥΣ υποστηρίζει από καιρό ότι αυτό θα πρέπει να προβλεφθεί σε έναν νέο κανονισμό παροχής ιατρικών υπηρεσιών και αυτό θα πρέπει να γίνει. Η πολιτεία θα πρέπει να καταγράψει για ποια περιστατικά υπάρχει ανάγκη και να διαπραγματευτεί με τον ιδιωτικό τομέα, παρατήρησε ο κ. Ιατρού. Επιπλέον, θα πρέπει να ελέγχει τις προσφερόμενες υπηρεσίες από τα ιδιωτικά κέντρα -ότι δηλαδή πράγματι έχουν την εκπαίδευση και την εμπειρία να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά που ισχυρίζονται- και να υπάρχει σχετική τεκμηρίωση κατέληξε ο κ. Ιατρού.
Η εξωνοσοκομειακή – πρωτοβάθμια περίθαλψη δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς στην Ελλάδα
Το παράδειγμα υπηρεσιών που μπορεί ο ιδιωτικός τομέας να προσφέρει στο δημόσιο παρουσίασε ο κ. Γιώργος Βελιώτης, τόσο για την Ελλάδα όσο και για το εξωτερικό, εκπροσωπώντας τη Eurapco. Ο φορέας αυτός περιλαμβάνει ασφαλιστικές εταιρείες που έχουν ιδρυθεί εδώ και 200 χρόνια από 22 ευρωπαϊκές χώρες και έχουν περίπου 40 εκατ. ασφαλισμένους και 60 δισ. ευρώ ασφάλιστρα. ΣΔΙΤ γίνονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και κανένα σύστημα δεν είναι όμοιο με κάποιο άλλο, ούτε μπορεί να μεταφερθεί από τη μια χώρα στην άλλη χωρίς προσαρμογή στα τοπικά δεδομένα, παρατήρησε ο κ. Βελιώτης. Το καλύτερο παράδειγμα ΣΔΙΤ στην Ευρώπη είναι η Ολλανδία, εδώ και πολλά χρόνια, το οποίο όμως χρειάστηκε 15 χρόνια για να σχεδιαστεί.
Σήμερα η εστίαση για την Ελλάδα θα πρέπει να είναι, όχι τόσο να αξιοποιήσουμε τους υπάρχοντες πόρους, όσο το να φτιάξουμε ένα σύστημα που να καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες του ασθενούς. Το πρόβλημα -και όχι μόνο στη χώρα μας- είναι ότι ο ασθενής δεν ξέρει σε ποια ειδικότητα να απευθυνθεί, με αποτέλεσμα να καταλήγει σε λάθος επίπεδο περίθαλψης, π.χ. σε νοσοκομείο ενώ δεν υπάρχει πραγματική ανάγκη. Οι συνέπειες είναι η ταλαιπωρία, τα χαμηλής ποιότητας αποτελέσματα και το υψηλό κόστος, επισήμανε ο κ. Βελιώτης. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη δομή του δικτύου που παρέχει η Interamerican, που σκοπό έχει να δώσει στον ασθενή πρόσβαση στο κατάλληλο σημείο ανάλογα με το πρόβλημά του. Ξέρουμε, είπε, ότι ο μεγάλος όγκος ασθενών και η ανάγκη είναι σήμερα στην εξωνοσοκομειακή – πρωτοβάθμια περίθαλψη και αυτό αποτελεί ευκαιρία στην ελληνική αγορά, καθώς δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς ούτε στον δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό τομέα. Ο κ. Βελιώτης παρουσίασε συνοπτικά το μοντέλο που χρησιμοποιεί η Interamerican για αρκετά χρόνια με πολύ καλά αποτελέσματα, όπως είπε. Η εταιρεία δημιούργησε για τους ασφαλισμένους της μια υποδομή που λειτουργεί όλο το 24ωρο με τους γενικούς γιατρούς στην πρώτη γραμμή, δεν είναι δηλαδή διαγνωστικό κέντρο. Η κλινική ιατρική υποστηρίζεται δηλαδή από την τεχνολογία. Το αποτέλεσμα για τον ασφαλισμένο είναι ότι «βρίσκει άκρη», έχει πρόσβαση σε γενικούς και σε ειδικούς γιατρούς, 24/7, βρίσκει όλες τις υπηρεσίες κάτω από μια σκεπή και κυρίως, αυτό είναι το ιδανικό μοντέλο για χρόνιες παθήσεις που συνιστούν μια μεγάλη ανάγκη της κοινωνίας. Υπάρχει πολύ καλή συνεργασία μεταξύ των γιατρών για σύνθετα περιστατικά και τέλος, υπάρχει εξοπλισμός υψηλής τεχνολογίας. Οι δείκτες δείχνουν πολύ υψηλό βαθμό ικανοποίησης από τις υπηρεσίες, ενώ μόλις ένας στους 100 ασθενείς που απευθύνονται σε αυτή τη δομή νοσηλεύεται, κατέληξε ο κ. Βελιώτης. Αυτό το μοντέλο λειτουργεί στην Ολλανδία, στη Σουηδία και σε άλλες χώρες, και αποτελεί γέφυρα από αυτή τη δομή στο σπίτι, όπου ο ασθενής λαμβάνει υπηρεσίες υγείας. Αυτό το μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα ώστε να καλυφθεί το κενό που υπάρχει τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα με καλά αποτελέσματα και χαμηλό κόστος, έκλεισε την παρέμβασή του ο κ. Βελιώτης.
Ο κ. Παπαμίχος ανέφερε μια ανάλογη πρωτοβουλία του Υπ. Υγείας πριν από 15 χρόνια, της Ανώνυμης Εταιρείας Μονάδων Υγείας που είχε ιδρυθεί για να διαχειριστεί την Πολυκλινική στο Ολυμπιακό χωριό, ως μοντέλο για το δημόσιο, το οποίο θα ακολουθούσαν τα Κέντρα Υγείας Αστικού Τύπου, και σχολίασε ότι είναι ένα εργαλείο που δεν αξιοποιήθηκε αρκετά, αλλά είναι ακόμη στη διάθεση του Υπουργείου.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ ιδιωτικού & δημόσιου τομέα θα ανεβάσει την ποιότητα των υπηρεσιών
Στη συνέχεια, ο κ. Φώτης Σερέτης παρουσίασε δράσεις της 5ης Υγειονομικής Περιφέρειας, της οποίας είναι Διοικητής, αλλά και την προηγούμενη εμπειρία του από την ΑΕΜΥ και άλλες συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα. Παρατήρησε ότι ήδη έχουμε καθυστερήσει να εφαρμόσουμε τις ΣΔΙΤ, ενώ η εφαρμογή τους θα έχει σημαντικά οφέλη για την οικονομία και για τους πολίτες και θα καταστεί δυνατό να δημιουργηθούν συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ανεβάζοντας την ποιότητα των υπηρεσιών στα νοσοκομεία.
Ο κ. Σερέτης ανέφερε ορισμένες μορφές ΣΔΙΤ, όπως η εγκατάσταση ιδιωτικής πτέρυγας εντός Δημόσιου Νοσοκομείου, η ανάθεση υποστηρικτικών λειτουργιών σε ιδιώτη, δηλ. outsourcing (όπως υπηρεσίες σίτισης, καθαριότητας, φύλαξης, που εφαρμόζεται και σήμερα με επιτυχία σε δημόσια νοσοκομεία και εμφανίζει οικονομικό όφελος σε σχέση με ατομικές συμβάσεις), η ανάθεση κλινικών υποστηρικτικών υπηρεσιών σε ιδιώτη, ή/και εξειδικευμένων κλινικών υπηρεσιών σε ιδιώτη. Ιδιαίτερα στάθηκε στην ανάθεση management Δημόσιου Νοσοκομείου σε ιδιώτη και ανέφερε το παράδειγμα του νοσοκομείου της Σαντορίνης (που ανήκει στην ΑΕΜΥ) στο οποίο θα έπρεπε να έχει γίνει ΣΔΙΤ. Το νοσοκομείο κατασκευάστηκε το 2008 και από το 2014 το Υπουργείο και η ΑΕΜΥ ήταν έτοιμοι ώστε, μετά από δημοπράτηση, η διοίκηση να ανατεθεί σε ιδιώτες, με δικό τους προσωπικό. Είχε υπολογιστεί ότι το όφελος θα ήταν μεγάλο για τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά περισσότερο για τον πληθυσμό του νησιού που θα απολάμβανε καλύτερη περίθαλψη, χωρίς να μετακινείται από το νησί. Σήμερα το νοσοκομείο αυτό παρέχει περιορισμένη κλίμακα υπηρεσιών, ενώ με ΣΔΙΤ θα ήταν πολλαπλάσια. Επιπλέον, το νοσοκομείο της Σαντορίνης στοιχίζει 7,5 εκατομμύρια ευρώ στην ΑΕΜΥ, ενώ με ΣΔΙΤ θα στοίχιζε μηδέν. Το κοινό, όπως έχει φανεί από δημοσκόπηση, δεν ενδιαφέρεται ποιος διοικεί το νοσοκομείο, εάν του παρέχεται πλήρης υγειονομική κάλυψη, δωρεάν, επισήμανε ο κ. Σερέτης.
Στη συνέχεια, συμπλήρωσε στον κατάλογο των μορφών ΣΔΙΤ, την ιδιωτική χρηματοδότηση, κατασκευή και ενοικίαση (ή λειτουργία) Δημόσιου Νοσοκομείου, την πώληση Δημόσιου Νοσοκομείου σε ιδιώτη και συνέχιση της λειτουργίας του ή αλλαγή της χρήσης του.
Όλα τα παραπάνω μπορούν να εφαρμοστούν με συνεκτίμηση διαφόρων παραγόντων, επισήμανε ο ομιλητής, όπως ο πληθυσμός, η οικονομία της της χώρας και επίσης, να υπάρξει άμεση εφαρμογή των DRGs, θέσπιση των ιατρικών πρωτοκόλλων και τέλος, να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για τις ΣΔΙΤ. Ο κ. Σερέτης αναφέρθηκε στην ίδρυση της ΠΕΣΥΠ ΑΕ που αργότερα έγινε ΔΥΠΕ ΑΕ από τον ίδιο και τον κ. Παπαμίχο, μια ανώνυμη εταιρεία, η οποία μπορεί να αναλάβει κατασκευαστικά έργα με μεγαλύτερη ευελιξία, όπως είπε, αναφέροντας παραδείγματα έργων που θα μπορούσαν να εκτελεστούν με αυτό τον τρόπο και σε έργα που έγιναν από τη ΔΥΠΕ ΑΕ. Η ΔΥΠΕ ΑΕ επιχορηγείται από την Υ.Πε. και δύναται να συνάπτει συμβάσεις με τα Νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας και ιδιώτες, μπορεί επομένως να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για τις ΣΔΙΤ. Το ζητούμενο είναι η αναβάθμιση των υπηρεσιών προς τους ασθενείς, κατέληξε ο κ. Σερέτης.
Το σύστημα υγείας χρειάζεται ανασχεδιασμό, με κοινωνική συναίνεση
Τον λόγο πήρε στη συνέχεια ο κ. Ιωάννης Καντώρος, Πρόεδρος Επιτροπής Υγείας της ΕΑΕΕ & Διευθύνων Σύμβουλος Ομίλου Interamerican, για να σχολιάσει τη θέση των ασφαλιστικών εταιρειών σχετικά με την αξιοποίηση των υποδομών των δημόσιων νοσοκομείων μέσω συμπράξεων. Δημιουργείται ένα εύλογο ερώτημα, παρατήρησε ο κ. Παπαμίχος, αν δημιουργούνται ασθενείς δύο ταχυτήτων στο ίδιο νοσοκομείο, αφενός οι ασφαλισμένοι με ιδιωτική ασφάλιση, αφετέρου οι ασφαλισμένοι σε δημόσιους φορείς που πληρώνουν πολλά περισσότερα. Δεν τίθεται ένα ζήτημα ισότητας και ισότιμης πρόσβασης;, ρώτησε.
Ο κ. Καντώρος δήλωσε ότι η ΕΑΕΕ είναι ανοιχτή στον διάλογο με σκοπό την πρόσβαση των πολιτών σε καλύτερες υπηρεσίες υγείας, με λογικό κόστος. Σχολίασε ότι αν και το σύστημα υγείας στη χώρα μας έχει δει επιμέρους βελτιώσεις τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, επειδή πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό σύστημα, πρέπει κάποια στιγμή να δούμε τον συνολικό ανασχεδιασμό του. Αναρωτώμενος εάν είναι ίδιες οι συνθήκες στη χώρα σε σχέση με 30-40 χρόνια πριν (από την ίδρυση του ΕΣΥ), έθεσε προς συζήτηση ορισμένους προβληματισμούς:
– η ιατρική τεχνολογία και το κόστος της έχουν αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια,
– είναι ήδη ιδιαίτερα ακριβό να νοσηλεύονται οι πάντες σε δομές β’ και γ’-βάθμιας περίθαλψης, και πρέπει να βρούμε εναλλακτικές λύσεις
– στην Ελλάδα έχουμε δημογραφικό πρόβλημα, εντός 20 χρόνων το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών και θα πρέπει η χώρα αντιμετωπίσει το κόστος της περίθαλψης που θα αυξηθεί εκθετικά,
– οι οικονομικοί πόροι της χώρας είναι περιορισμένοι και αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει σε αυτό το διάστημα, και
– η ελληνική οικογένεια έχει επιβαρυνθεί στα χρόνια της κρίσης με out-of-pocket δαπάνες υγείας.
Συνεκτιμώντας τα παραπάνω, καταλήγουμε σε ένα μη βιώσιμο σύστημα -επισήμανε ο κ. Καντώρος- και εάν δεν προχωρήσουμε στον ανασχεδιασμό του, τα επόμενα 10 χρόνια θα είναι πολύ δύσκολα. Φυσικά για να γίνουν αυτές οι αλλαγές, χρειάζεται κοινωνική συναίνεση, τόνισε.
Μιλώντας για ΣΔΙΤ, μια ιδιωτική επιχείρηση δεν είναι εύκολο να επενδύσει και τρία χρόνια μετά, λόγω αλλαγής του πολιτικού σκηνικού και της ατζέντας στην υγεία, η επένδυσή της «να πάει στράφι», υπογράμμισε ο κ. Καντώρος. Πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει μια συναίνεση σε κάποιες βασικές αρχές, πρόσθεσε.
Όσον αφορά τη δημιουργία ιδιωτικών πτερύγων σε δημόσια νοσοκομεία στο πλαίσιο ΣΔΙΤ, δήλωσε ότι έχει ενδιαφέρον για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Μια προηγούμενη προσπάθεια που έγινε πριν από 8 χρόνια, επί υπουργίας Λοβέρδου, έγινε βιαστικά, δεν πέτυχε και έχει δημιουργήσει ένα κακό προηγούμενο, επισήμανε. Ένα τέτοιο υβριδικό σχήμα θα έδινε διέξοδο σε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, παρατήρησε ο κ. Καντώρος και παράλληλα θα βοηθούσε τη λειτουργία του ανταγωνισμού, καθώς έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια ολιγοπωλιακή κατάσταση και στον χώρο των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων σήμερα.
Κεντρικό σημείο σε οποιοδήποτε σύστημα είναι ο ρόλος του γιατρού, υπογράμμισε ο ομιλητής, και αυτό ίσως είχε παραγνωριστεί σε προηγούμενο σχεδιασμό για ΣΔΙΤ και θα πρέπει σήμερα να το λάβουμε υπ’ όψιν.
Οι χώρες που δεν έχουν προχωρήσει σε ΣΔΙΤ αποτελούν εξαίρεση
Ο κ. Κωνσταντίνος Βαρλάς, Emerging Markets Director, Abbott Laboratories, πήρε τον λόγο στη συνέχεια, για να μιλήσει για την εμπειρία του από τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Παρατήρησε ότι οι χώρες που δεν έχουν κάνει ΣΔΙΤ αποτελούν εξαίρεση. Παγκοσμίως οι ΣΔΙΤ είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν τα κράτη για να βελτιώσουν τις αποδόσεις των υπηρεσιών τους, με κύρια φιλοσοφία, να μεταφέρουν το ρίσκο στον ιδιώτη. Έτσι, οι περισσότερες ΣΔΙΤ έχουν αποτύχει γιατί ο ιδιώτης δεν έχει κατορθώσει να δημιουργήσει το κέρδος που απαιτείται για να ανατροφοδοτήσει τις ΣΔΙΤ, επισήμανε ο κ. Βαρλάς.
Η πιο ώριμη χώρα σε ΣΔΙΤ μαζί με την Ολλανδία, είναι η Αγγλία και μπορούμε να πάρουμε πολλά παραδείγματα από αυτή.
Οι ΣΔΙΤ, εξήγησε ο κ. Βαρλάς, έχουν υποστηρικτική μορφή προς τις κρατικές υπηρεσίες σε επίπεδο γεωγραφικών περιοχών (όπως εφαρμόζονται στην Αγγλία), σε νοσοκομειακά ιδρύματα (στη Γερμανία) ή συνολικά στο σύστημα υγείας (στην Ολλανδία). Έχουν δε διάφορες διαβαθμίσεις που αφορούν α) τις προμήθειες (π.χ. ένας κρατικός φορέας μπορεί να προμηθεύεται με κλειστό προϋπολογισμό, χωρίς καθυστερήσεις από ενστάσεις, με αποτέλεσμα την προμήθεια καλύτερου τεχνολογικού εξοπλισμού), β) την παρουσία λειτουργικής χρήσης, δηλαδή ο ιδιώτης έχει την υποχρέωση να αποδώσει όλους τους KPIs που έχει ορίσει ο κρατικός φορέας. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό ο κρατικός φορέας να έχει την ωριμότητα ώστε να ορίσει τους κατάλληλους δείκτες (KPIs) για να λάβει το βέλτιστο αποτέλεσμα, παρατήρησε ο κ. Βαρλάς. Ανέφερε επίσης, άλλες μορφές ΣΔΙΤ που αφορούν πιο σύνθετα προβλήματα, όταν π.χ. ο ιδιωτικός φορέας αναλαμβάνει το ανθρώπινο δυναμικό, καθώς και τις πιο αναβαθμισμένες ΣΔΙΤ, όπου ο ιδιωτικός φορέας είναι υπεύθυνος για τα κλινικά αποτελέσματα, δηλ. το συνολικό μάνατζμεντ ενός νοσοκομείου. Ωστόσο, κατέληξε ο κ. Βαρλάς, το κράτος είναι εκείνο που έχει το πρόσταγμα και καθορίζει τις αποδόσεις. Όσον αφορά την Ελλάδα, το ερώτημα είναι κατά πόσο το κράτος έχει την ωριμότητα να βάλει το σωστό πλαίσιο λειτουργίας και να το ελέγξει ώστε ο ιδιωτικός τομέας να δώσει τα βέλτιστα αποτελέσματα. Τα παραδείγματα ΣΔΙΤ είναι πολλά, με καλύτερο το αγγλικό μοντέλο, επισήμανε ο ομιλητής, καθώς χώρες από την Κίνα, τη Ρωσία, τη Γερμανία, αλλά και την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία και την Κορέα έχουν ΣΔΙΤ.
Τέλος, ο κ. Βαρλάς ανέφερε το παράδειγμα της γειτονικής Αλβανίας, η οποία έχει συνάψει ΣΔΙΤ για τα α’βάθμια και β’βάθμια διαγνωστικά εργαστήρια με διάφορες προϋποθέσεις, προς όφελος του κράτους και του πληθυσμού: να έχουν μείωση κόστους 30%, να ανανεώσουν τους χώρους των εργαστηρίων στα νοσοκομεία, να παρέχουν λογισμικό για την οργάνωση των εργαστηρίων, να ανανεώνουν τον εξοπλισμό κάθε 3 χρόνια και να τον αποδώσουν στο κράτος με τη λήξη των ΣΔΙΤ στη 10ετία.
Ο επιμερισμός του κινδύνου μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ως λύση
Τη σκυτάλη πήρε, ακολούθως ο κ. Θανάσης Λοπατατζίδης, ο οποίος παρατήρησε ότι στη συζήτηση ακούστηκαν κάποια πράγματα που δεν γνώριζε για τα ΣΔΙΤ στην Ελλάδα, πρώτον ότι ο ΕΟΠΥΥ ενώ θα μπορούσε να κρατήσει στην Ελλάδα ορισμένες υπηρεσίες, τις στέλνει στο εξωτερικό και δεύτερον, ότι, κατά κάποιον τρόπο, μέσω του ΕΟΠΥΥ γίνονται ΣΔΙΤ στη χώρα μας.
Με δεδομένο ότι η χώρα έχει εξαιρετικά περιορισμένους πόρους και ότι η τεχνολογική επανάσταση που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια επηρεάζει και θα επηρεάσει περαιτέρω τη ζωή μας, ο κ. Λοπατατζίδης συμφώνησε με τον κ. Καντώρο, ότι βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο σήμερα, όπου το σύστημα στο σύνολό του πρέπει να ανασχεδιαστεί. Υπογράμμισε επίσης, ότι για να ανασχεδιαστεί σωστά, θα έπρεπε να έχουν διαμορφωθεί κατάλληλες συνθήκες συναίνεσης και σύγκλισης απόψεων, ώστε να πετύχουμε ως κοινωνία το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Τι μορφή θα μπορούσαν λοιπόν να λάβουν ΣΔΙΤ, με ποιον τρόπο μπορεί να κερδίσει η ελληνική κοινωνία περισσότερα από το 9% του ΑΕΠ που δαπανά σήμερα για τις υπηρεσίες υγείας, έθεσε το ερώτημα ο κ. Λοπατατζίδης. Υπενθύμισε δε, ορισμένα γνωστά σε όλους δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας, αφενός την πληθώρα ιατρών αλλά και αξονικών τομογράφων και αφετέρου την έλλειψη μηχανημάτων ακτινοθεραπείας, που οδηγεί σε μεγάλη αναμονή για ακτινοθεραπείες, για ένα κυρίαρχο νόσημα όπως ο καρκίνος. Παρατήρησε επίσης, ότι ενώ γνωρίζουμε ότι ο καρκίνος οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στον τρόπο ζωής, ως οργανωμένο σύστημα δεν έχουμε δημιουργήσει τις υποδομές για να βοηθήσουμε τους πολίτες να βελτιώσουν το επίπεδο διαβίωσης και να νοσήσουν λιγότερο στο μέλλον.
Θα πρέπει να βρούμε μια χρυσή τομή για να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, είπε ο κ. Λοπατατζίδης, και αυτό πρέπει να το διεκδικήσουμε με βάση 3 άξονες:
– να βρούμε τι κενά υπάρχουν στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, ώστε να καλυφθούν από την πολιτεία και να βελτιωθεί η υγεία των πολιτών,
– τι κλινικά αποτελέσματα πρέπει να πετύχουμε για να βελτιώσουμε το προσδόκιμο επιβίωσης των Ελλήνων και
– να εξετάσουμε την οικονομική αποδοτικότητα του συστήματος, όπου η διαχείριση του ρίσκου έχει μεγάλη σημασία, τόνισε, συμφωνώντας με τον κ. Κωτσιόπουλο.
Ο επιμερισμός του κινδύνου μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μπορεί να δώσει την καλύτερη δυνατή λύση, κατέληξε. Δεν υπάρχουν οι σωστές συνθήκες ανταγωνισμού, πρόσθεσε ο κ. Λοπατατζίδης, ούτε στον ιδιωτικό ούτε στον δημόσιο τομέα και έθεσε το ερώτημα εάν ένα μοντέλο ΣΔΙΤ μπορεί να βοηθήσει. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά στην Ευρώπη, από τα οποία μπορούμε να ωφεληθούμε.
Είναι τελικά ώριμη η χώρα για ΣΔΙΤ; – Η συζήτηση
Ο κ. Παπαμίχος παρατήρησε, συνοψίζοντας τις εντυπώσεις από όλους τους ομιλητές, ότι οι δυνατότητες των ΣΔΙΤ ως εργαλείου είναι πολλές και σημαντικές. Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει, όπως ειπώθηκε από την αρχή είναι το «value for money», δηλαδή τι αξία παίρνουν τα χρήματα του ασφαλισμένου και τι είδους υπηρεσίες -ως προς την ποιότητα- λαμβάνει, ανεξαρτήτως από το ποιος λειτουργεί μια μονάδα υγείας.
Τη συζήτηση που ακολούθησε άνοιξε ο κ. Εξαδάκτυλος επισημαίνοντας ότι «ΣΔΙΤ χωρίς DRGs δεν μπορεί να γίνει», και έθεσε ένα ακόμη στοιχείο στο τραπέζι, πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει medical audit, αξιολόγηση των γιατρών (πόσο διάστημα νοσηλεύεται ο ασθενής ενός γιατρού σε σχέση με κάποιον άλλο, αν έχει επιπλοκές, ποιο είναι το κόστος, εάν και πότε χρειάζεται επανεκπαίδευση, κλπ.). Επίσης, έθεσε το θέμα της εκπαίδευσης γιατρών και σε ιδιωτικά νοσοκομεία, καθώς σε αυτά υπάρχει ένα μέρος «εκπαιδευτικής ύλης» που δεν μπορεί να καλυφθεί στα δημόσια νοσοκομεία.
Στη συνέχεια, ο κ. Ιατρού παρατήρησε ότι θα οδηγηθούμε με βεβαιότητα σε έναν τύπο ΣΔΙΤ, λόγω της δομής και των ελλείψεων του συστήματος, κάτι που πρέπει να μελετηθεί έτσι ώστε να είναι καλύτερη η αποδοτικότητα του συστήματος, αλλά και οι συνθήκες των ιατρών εντός και εκτός ΕΣΥ. Πριν προχωρήσουμε όμως σε ΣΔΙΤ, είπε ο κ. Ιατρού, ίσως θα πρέπει να κάνουμε συγχωνεύσεις νοσοκομείων αφού δούμε τι ανάγκες έχουμε, την πληρότητα και την αποδοτικότητά τους, και πιθανόν να μετατρέψουμε τον σκοπό τους (π.χ. σε δομές για ασθενείς τελικού σταδίου, απελευθερώνοντας παράλληλα κρεβάτια σε τριτοβάθμια νοσοκομεία). Δεν υπάρχουν λύσεις για τους χρόνιους ασθενείς στη χώρα, π.χ. για φυσική αποκατάσταση, όπου δεν υπάρχουν δομές του δημοσίου, συμπλήρωσε.
Η κ. Αναστασία Μπαλασοπούλου, Διοικήτρια του Γ.Ν.Α. «Ιπποκράτειο», δήλωσε ότι παρότι προέρχεται από τον δημόσιο τομέα, δεν βλέπει αρνητικά τις ΣΔΙΤ. Θα πρέπει οπωσδήποτε να δούμε το πλαίσιο, καθώς οι ΣΔΙΤ έχουν πολλές πλευρές, και πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν τα εξής: “risk sharing, cost sharing, benefit sharing”. Δηλαδή, πρέπει και οι δύο πλευρές -ιδιωτικός και δημόσιος τομέας- να μοιραστούν το ρίσκο, το κόστος αλλά και το όφελος – με το όφελος για τον ασθενή να είναι ο τελικός στόχος. Υπάρχουν πολλές πτυχές και θα αναδυθούν διάφορα προβλήματα με την εφαρμογή ΣΔΙΤ, και όπως ήδη ειπώθηκε, χώρες όπως η Ολλανδία μελετούσαν για χρόνια τις ΣΔΙΤ, η Αγγλία έχει τεράστια εμπειρία, επομένως, κατέληξε η κ. Μπαλασοπούλου μην περιμένουμε στην Ελλάδα με 2-3 συζητήσεις ή στη θητεία μίας κυβέρνησης να λυθούν όλα. Πρότεινε τέλος, να εξεταστεί το ενδεχόμενων πιλοτικών εφαρμογών ΣΔΙΤ σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, από τις οποίες θα μπορούσαμε να πάρουμε μαθήματα.
Ο κ. Παπαμίχος σχολίασε πως το θεσμικό πλαίσιο δεν είναι πάντα το πρόβλημα, αλλά ότι μερικές φορές δεν υποστηρίζεται από τις πολιτικές ηγεσίες. Η συζήτηση για τις ΣΔΙΤ γίνεται τα τελευταία 20 χρόνια, και δεν έχει ωριμάσει ακόμα. Η κοινωνία είναι πιο μπροστά από εμάς, έχει βρει μόνη της τους δρόμους και κάνει ήδη συμπράξεις.
Αυτή η ιδέα έχει πλέον ωριμάσει και έχει δοκιμαστεί, μερικώς, είπε η κ. Όλγα Οικονόμου, Διευθύντρια του Φαρμακευτικού Τμήματος του Γ.Ν.Α. “Γ. Γεννηματάς” και πρώην Διοικήτρια των Νοσοκομείων Σισμανόγλειο-Α. Φλέμινγκ, ήδη από το 2002 δίνονταν δωμάτια για να τα χρησιμοποιήσουν οι ασφαλισμένοι. Ωστόσο, υπάρχει το μεγάλο ζητούμενο της αξιολόγησης των δομών τόσο του δημοσίου όσο και των ιδιωτών που θα συμπράξουν με το δημόσιο, και από τις δύο πλευρές. Σχολιάζοντας τις πιλοτικές εφαρμογές που πρότεινε η κ. Μπαλασοπούλου, η κ. Οικονόμου είπε πως θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τις υποστηρικτικές υπηρεσίες που λείπουν από τα νοσοκομεία, όπως η αποκατάσταση έπειτα από τραυματισμούς, υπηρεσίες προς ασθενείς που αντιμετωπίζουν σπάνια νοσήματα, κλπ. Τα νοσοκομεία στην Ελλάδα κάνουν όλες τις δουλειές, σχολίασε η κ. Οικονόμου, και τόνισε ότι θα πρέπει να πάμε σε νέο μοντέλο νοσοκομείου που να κάνει αυτό για το οποίο προορίζεται, να γίνει αξιολόγηση του νοσοκομείου ώστε να μπορεί να κάνει διαπραγματεύσεις με τον ιδιωτικό τομέα, για αποζημιώσεις κλπ. Παράλληλα, τόνισε η κ. Οικονόμου, ο εργαζόμενος στον δημόσιο τομέα στην υγεία θα πρέπει να νιώσει ασφαλής και ότι οι αλλαγές θα πάνε το ΕΣΥ πιο μπροστά και θα λύσει προβλήματα.
Ο κ. Άρης Σισσούρας ρώτησε για τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και τι προϋποθέσεις θέτει για τη χρηματοδότηση ΣΔΙΤ, απευθυνόμενος στον κύριο Βαρλά. Ο φορέας που κάνει τη σύμπραξη αναλαμβάνει να βρει τις λύσεις, τα κεφάλαια και να παράσχει υπηρεσίες στο κράτος, άλλοτε από την ΕΤΕ ή από κοινές τράπεζες ή από τράπεζες του χώρου, απάντησε ο κ. Βαρλάς.
Η κυρία Καστάνη, εργαζόμενη στο νοσοκομείο Σωτηρία, αναφέρθηκε στην περίπτωση κλινικών νοσοκομείων που υπολειτουργούν -όπως στο νοσοκομείο που εργάζεται-, και σύμφωνα με τις δηλώσεις του Υπ. Υγείας, το Υπουργείο δεν θα τις κλείσει, αλλά θα τις αφήσει να ατονήσουν. Επί του πρακτέου, αν δεν συμφωνήσει το Υπουργείο με τους γιατρούς, παρατήρησε η κ. Καστάνη, αν δεν πειστεί το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό ότι δεν κινδυνεύει από τις συμπράξεις και ότι δεν είναι σωστό μια κλινική να «κοιμάται», τότε μόνο ίσως θα έχουμε αποτελέσματα από τις ΣΔΙΤ. Πέρα από τους οικονομικούς όρους, πρόκειται για αλλαγή κουλτούρας.
Μια «αιρετική» τοποθέτηση: Η συζήτηση για τις ΣΔΙΤ δεν είναι αναγκαία για το ΕΣΥ
Δεν είναι αυτή η συζήτηση αναγκαία για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, δήλωσε ο πρώην Υπουργός Υγείας κ. Ανδρέας Ξανθός, υπάρχει ήδη μια μορφή ΣΔΙΤ στο σύστημα υγείας που είναι η δαπάνη που αγοράζει ο ΕΟΠΥΥ από ιδιώτες παρόχους. Μέχρι πρότινος μια μορφή ήταν και η χρησιμοποίηση του outsourcing για υποστηρικτικές υπηρεσίες των νοσοκομείων, που καλώς αποσύρθηκε, πρόσθεσε ο κ. Ξανθός, καθώς η αλλαγή αυτή έχει αποδειχθεί σαφώς λιγότερο κοστοβόρα. Υπάρχουν νοσοκομεία που αξιοποίησαν την σοβαρή εξοικονόμηση στους πόρους τους, της τάξης του 25-30%, καλύπτοντας άλλες ανάγκες με συμβασιούχους, επικουρικό προσωπικό κλπ., είπε.
Η ιδέα ότι πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στον ιδιωτικό τομέα να επενδύσει στον σκληρό πυρήνα του ΕΣΥ, δηλ. στην παροχή κλινικών και εργαστηριακών υπηρεσιών εντός των δημόσιων νοσοκομείων είναι απολύτως προβληματική πολιτικά και κοινωνικά, τόνισε ο πρώην υπουργός Υγείας. Η ιδέα αυτή συνοδεύεται και από άλλες προαπαιτήσεις, όπως η «ατζέντα» του ΠΙΣ που προβλέπει ότι πρέπει να αλλάξει το νομικό καθεστώς των νοσοκομείων, δηλ. από νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου να γίνουν Ιδιωτικού Δικαίου· να μπορούν οι ιατροί-ελεύθεροι επαγγελματίες να παρέχουν υπηρεσίες εντός των δημόσιων νοσοκομείων· να καταργηθεί η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των νοσοκομειακών ιατρών, δηλαδή, να ξεχάσουμε αυτό που ξέραμε ως δημόσιο σύστημα υγείας από το 1983, είπε ο κ. Ξανθός.
Αυτό που χρειάζεται σήμερα το ΕΣΥ είναι μια παρέμβαση ώστε να διευρύνουμε την κάλυψη πραγματικών αναγκών, να ενδυναμώσουμε το σύστημα και να το οργανώσουμε καλύτερα ώστε να είναι πιο αποδοτικό, και να πάμε σε σταδιακή ενίσχυση των πόρων. Η λογική πως με τους σημερινούς πόρους δεν μπορούμε να ανανεώσουμε τον εξοπλισμό, να καλύψουμε τα κενά από τους γιατρούς που θα αποχωρήσουν, να παρακολουθήσουμε τις κλινικές εξελίξεις, κλπ., είναι μια λογική, υποστήριξε ο κ. Ξανθός, που καταδικάζει το δημόσιο σύστημα υγείας σε έναν μίζερο ρόλο. Έχει αναβαθμιστεί ο εργαστηριακός, σύγχρονος εξοπλισμός των νοσοκομείων, συμπλήρωσε, αναφέροντας τα PET-CT και τους γραμμικούς επιταχυντές που έχει δωρίσει το ΙΣΝ στο κράτος. Το πρόβλημα στην ακτινοθεραπεία οφείλεται στην ανεπάρκεια εξειδικευμένου προσωπικού που να καλύπτει τις βάρδιες, πρόσθεσε.
Στα κρίσιμα ζητήματα που συνδέονται με την ΠΦΥ, τη διαχείριση των ΤΕΠ, τις ΜΕΘ, την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, την αποκατάσταση, τις μονάδες ειδικών λοιμώξεων και μεταμοσχεύσεων, όπου δεν διαφαίνεται υψηλή κερδοφορία, οι ΣΔΙΤ δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα, είπε ο κ. Ξανθός. Από την άποψη αυτή, η συζήτηση για τις ΣΔΙΤ δεν προσφέρει, τόνισε ο π. υπουργός, αν και, πρόσθεσε, αντιλαμβάνεται τις διαφορετικές ιεραρχήσεις της παρούσας κυβέρνησης που θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί περισσότερος χώρος στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, κάτι που είναι πολιτική επιλογή και όχι κοινωνική αναγκαιότητα.
Ο κ. Ξανθός αναφέρθηκε στο νοσοκομείο της Σαντορίνης, σχολιάζοντας την παρουσίαση του κ. Σερέτη. Τόνισε ότι το νοσοκομείο λειτούργησε ξανά με δημόσιο τρόπο, ενώ ήταν κλειστό για 5-6 χρόνια, απασχολεί σήμερα 120 άτομα, έχει καλή ανταπόκριση και αντιμετώπιση ενός περιορισμένου φάσματος περιστατικών και η διαχείριση γίνεται με τον καλύτερο τρόπο. Κλείνοντας την παρέμβασή του, ο κ. Ξανθός συμφώνησε με τον κ. Καντώρο στο ότι χρειάζεται πολιτική και κοινωνική συναίνεση, και αυτό πρέπει να το πάρουν όλοι πολύ σοβαρά υπ’ όψιν, κατέληξε.
Οι ΣΔΙΤ ως χρήσιμο εργαλείο για το σύστημα υγείας της χώρας
Ο κ. Κωτσιόπουλος πήρε τελευταίος τον λόγο, παρατηρώντας ότι αναφέρθηκαν πολλά είδη ΣΔΙΤ, και απαντώντας στο κ. Ξανθό, είπε πως θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε σε τι θέλουμε να υπάρχει συναίνεση και τι θέλουμε από τα ΣΔΙΤ. Όταν συζητάμε για συμπράξεις, συζητάμε για risk sharing, για επενδύσεις, για νέες υπηρεσίες, για πρόσβαση σε υπηρεσίες που δεν έχει το δημόσιο και θα ήθελε να αποκτήσει. Στην Αγγλία, π.χ. υπάρχει ΣΔΙΤ για τις μονάδες τεχνητού νεφρού, όπου το 20% των νοσηλευόμενων σε τέτοιες μονάδες παρέχεται μέσω ΣΔΙΤ σε ορισμένες περιοχές. Το να αγοράζει ο ΕΟΠΥΥ υπηρεσίες από έναν πάροχο είναι μια μορφή ΣΔΙΤ, αλλά όχι αυτό που είχε κατά νου, και μια νέα επένδυση, υπογράμμισε ο κ. Κωτσιόπουλος. Το ΣΔΙΤ δεν είναι πανάκεια για όλα τα προβλήματα του ΕΣΥ που συζητήθηκαν εδώ, παρατήρησε.
Απαντώντας στην ερώτηση του κ. Νεγκή, τι έχει κατά νου η κυβέρνηση να κάνει (καθώς ΣΔΙΤ είναι από το να φτιάξουμε μια στέγη, μέχρι να δώσουμε ένα ολόκληρο νοσοκομείο στον ιδιωτικό τομέα), ο κ. Κωτσιόπουλος ανέφερε ότι η κυβέρνηση θέλει να εξετάσει προτάσεις για πρόσβαση σε νέες υπηρεσίες ώστε να αναβαθμιστούν οι υφιστάμενες δομές του ΕΣΥ. Θέλουμε να κρατήσουμε τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του ΕΣΥ για τους πολίτες, τόνισε, και συμπλήρωσε ότι η κυβέρνηση πιστεύει ότι ο ιδιωτικός τομέας έχει να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν οι πόροι για τις παραπάνω υπηρεσίες, δουλεύοντας με τον ιδιωτικό τομέα το κράτος μπορεί να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες στους πολίτες. Εξοικονομώντας πόρους μπορούμε να έχουμε περισσότερους γιατρούς, να αναπτύξουμε τις κλινικές «εκεί που πονούν», αλλά να εξοικονομήσουμε πόρους βρίσκοντας λύσεις στην μη αποδοτική χρήση του συστήματος -επισήμανε ο κ. Κωτσιόπουλος.
Το ότι δεν μπορούν να γίνουν ΣΔΙΤ χωρίς DRGs -όπως ειπώθηκε- είναι παράδοξο, σχολίασε ο κ. Κωτσιόπουλος, καθώς αυτό αφορά μόνο τις κλινικές υπηρεσίες. Τα DRGs βέβαια θα τα αναπτύξουμε, είπε, καθώς τα χρειαζόμαστε για πολλούς λόγους. Σίγουρα λείπει το medical audit που αναφέρθηκε, παρατήρησε. Απευθυνόμενος στον κ. Ξανθό, σχολίασε με χαρά το γεγονός ότι η συνεργασία της προηγούμενης κυβέρνησης με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος αναγνωρίστηκε ως ενός είδους ΣΔΙΤ, έδωσε πρόσβαση σε μια νέα υπηρεσία, με όφελος για τον Έλληνα ασθενή. Αυτό αποτελεί ένα μίνιμουμ για να ξεκινήσουμε με την αγορά ΣΔΙΤ στην Ελλάδα, η οποία είναι πολύ μικρή. Θα πρέπει σιγά σιγά να γίνονται ΣΔΙΤ ώστε να ωριμάζει η ιδέα, και στη συνέχεια να συζητήσουμε πώς θα αξιοποιήσουμε τις ΣΔΙΤ για τις κλινικές υπηρεσίες, δήλωσε ο κ. Κωτσιόπουλος. Ακόμα αυτή η ιδέα δεν έχει ωριμάσει αρκετά και δεν έχει ακόμη επαρκή συναίνεση από τους πολίτες, αλλά μπορούμε να προχωρήσουμε τις ΣΔΙΤ για τα εργαστήρια, τον διαγνωστικό τομέα, και πράγματα που μπορούν να κερδίσουν τη συναίνεση όλων. Όλα αυτά έχουν γίνει σε άλλες χώρες χωρίς αντιδράσεις, γιατί λοιπόν στη χώρα μας να συζητάμε για 20 χρόνια και να μην γίνεται τίποτα, κατέληξε.
Ο πρόεδρος της συνεδρίας κ. Παπαμίχος επισήμανε ότι η συζήτηση για τις ΣΔΙΤ ήρθε ξανά στο προσκήνιο – προφανώς δεν αποτελεί το κεντρικό θέμα του ΕΣΥ, σχολίασε απευθυνόμενος στον κ. Ξανθό. Οι ΣΔΙΤ αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο για το σύστημα υγείας, που μπορεί να αξιοποιηθεί σε ένα σωστό θεσμικό πλαίσιο, όπως έχει γίνει σε πολλές άλλες χώρες. Το ζητούμενο είναι να ωφελείται η κοινωνία, είπε ο κ. Παπαμίχος.