Εθνικοί στόχοι για την υγεία στην Ελλάδα

Ως κύρια ζητήματα που απαιτούν λύσεις αναδείχθηκαν στο πλαίσιο της συνεδρίας «Εθνικοί στόχοι για την υγεία στην Ελλάδα» η αντιμετώπιση των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου για την υγεία και των ανισοτήτων πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, καθώς και η ανάγκη συντονισμού όλων των φορέων υγείας και οργάνωσής τους σε μια ενιαία δομή.

Οι στόχοι για την πρόληψη στην Ελλάδα

Ξεκινώντας την εισαγωγική ομιλία του, ο κ. Παναγιώτης Πρεζεράκος, Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας, είπε ότι το νομοσχέδιο που αφορά στην πρόληψη είναι ακόμη υπό εκπόνηση, και παρατήρησε πως ωστόσο, βρισκόμαστε σε καλό δρόμο. Ο διατομεακός χαρακτήρας της Δημόσιας Υγείας, συνέχισε, καθιστά το όλο εγχείρημα ένα έργο δύσκολο που απαιτεί συναίνεση.
Είναι σημαντικό να εστιάσουμε στους παράγοντες που προσδιορίζουν την υγεία, υπογράμμισε ο Γενικός Γραμματέας Δ.Υ., και στους τρόπους που μπορούμε να παρέμβουμε για τη διαχείριση αυτών των παραγόντων. Οι παρεμβάσεις των θεσμών για τη βελτίωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας επέφεραν ήδη μεγάλες αλλαγές, συνέχισε, στη συνολική προσπάθεια οργάνωσης ωστόσο των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας θα πρέπει να προσαρμόσουμε τις καλές πρακτικές άλλων χωρών στα δικά μας δεδομένα. Η γνώση είναι μεγάλη, τα δεδομένα πολλά και η διαχείρισή τους δύσκολη, τόνισε.
Όσον αφορά στην παρούσα κατάσταση στη χώρα μας, είναι σαφές ότι θα πρέπει να καταβάλουμε μεγάλη προσπάθεια για την αντιμετώπιση παραγόντων κινδύνου οι οποίοι είναι σημαντικά αυξημένοι, όπως το κάπνισμα στους ενήλικες, η κατανάλωση οινοπνευματωδών, η παιδική παχυσαρκία, αλλά και η παχυσαρκία ενηλίκων, επεσήμανε ο κ. Πρεζεράκος, συμπληρώνοντας πως ακόμη και το προσδόκιμο ζωής στο οποίο είχαμε πλεονέκτημα, τα τελευταία χρόνια δείχνει να αυξάνεται με βραδύτερους ρυθμούς.
Αναφορικά με την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, από την άλλη, πρόσθεσε, τα δεδομένα δείχνουν πως έχουμε να διανύσουμε σημαντικό δρόμο τόσο όσον αφορά στις ανικανοποίητες ανάγκες όσο και στις άτυπες πληρωμές.
Η Δημόσια Υγεία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, τόνισε ο ομιλητής, ωστόσο ένα από τα προβλήματα στη χώρα μας έγκειται στη δομή των υπηρεσιών υγείας, στο γεγονός ότι η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια φροντίδα υγείας αποτελούν δύο ξεχωριστούς τομείς. Ο στόχος στον οποίο επικεντρώνεται η προσπάθεια σήμερα είναι ο συντονισμός όλων των φορέων, εξήγησε, εγχείρημα ωστόσο δύσκολο. Η σχεδιαζόμενη οργανωτική δομή έχει στόχο τη μετάβαση από το παραδοσιακό μοντέλο στη «νέα» δημόσια υγεία, με χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής και εκπόνηση ενός εθνικού σχεδίου δράσης που να περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους σχέδια δράσης.
Η λήψη αποφάσεων είναι ωστόσο χρονοβόρα, υπογράμμισε ο Καθηγητής, καθώς πρέπει να τεθούν προτεραιότητες και οι απόψεις διαφέρουν. Κάποιες φορές βέβαια, συμπλήρωσε, τίθεται προτεραιότητα σε κάποιους ιδιαίτερα προβληματικούς τομείς, όπως έγινε για παράδειγμα με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την αντιμετώπιση του καπνίσματος 2019-2023, το οποίο προηγήθηκε των άλλων Σχεδίων Δράσης.
Στην περίπτωση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την αντιμετώπιση του καπνίσματος «Η Υγεία μάς ενώνει», συνέχισε ο κ. Πρεζεράκος, συγκροτήθηκε μια ομάδα επιστημόνων στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Υγείας, η οποία βασίσθηκε σε καλές πρακτικές άλλων χωρών, Κοινοτική και Εθνική Νομοθεσία, κατευθύνσεις του FCTC-WHO, δεδομένα από την εμπειρία της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων και στοιχεία από τη διαβούλευση με τους βασικούς εμπλεκόμενους, και ακολούθησε η κατάρτιση του Αρχικού Στρατηγικού Σχεδίου, με 4 άξονες δράσεων. Οι άξονες αυτοί είναι η προαγωγή υγείας και πρόληψη με στόχο την αποτροπή από την έναρξη του καπνίσματος, η προστασία των μη καπνιστών με στόχο την εξάλειψη του παθητικού καπνίσματος, η προστασία των καπνιστών με στόχο την υποστήριξη της διακοπής καπνίσματος και η προστασία του πληθυσμού, που περιλαμβάνει το ρυθμιστικό πλαίσιο για τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και τα νέα προϊόντα καπνού.
Η διατομεακή συνεργασία είναι ιδιαίτερα σημαντική για την εφαρμογή του Σχεδίου «Η Υγεία μάς ενώνει», πρόσθεσε ο ομιλητής, και μπορεί να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην υλοποίησή του.
Τα αρχικά αποτελέσματα δείχνουν ότι πρόκειται για ένα επιτυχημένο μοντέλο σχεδίου δράσης για τη δημόσια υγεία, ολοκλήρωσε την ομιλία του ο κ. Πρεζεράκος, το οποίο στηρίζεται στην κοινή λογική και την εμπειρία των προηγούμενων ετών και χαρακτηρίζεται από συνδυαστικές δράσεις και διατομεακή συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων κατά την υλοποίηση.

Η υγεία του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι κακή, αλλά σαφώς επιβάλλεται να καταβάλλουμε συνεχή προσπάθεια αφενός ώστε να μην επιδεινωθεί αφετέρου ώστε να βελτιωθεί, σχολίασε ο κ. Βατόπουλος, δίνοντας τον λόγο στην επόμενη ομιλήτρια, κ. Μητρούσκα.

Κάπνισμα

Η κ. Ιωάννα Μητρούσκα αναφέρθηκε στην παγκόσμια επιδημία του καπνίσματος -όπως περιγράφεται από τον ΠΟΥ, ο οποίος έχει τοποθετήσει τον έλεγχο του καπνίσματος στην κορυφή των προτεραιοτήτων του για τη δημόσια υγεία- επισημαίνοντας ότι οι θάνατοι που επιφέρει είναι ίδιοι στα ανεπτυγμένα και στα αναπτυσσόμενα κράτη. Στην Ελλάδα, συνέχισε η ομιλήτρια, το Ευρωβαρόμετρο του 2017 δείχνει πως το 37% του γενικού πληθυσμού είναι καπνιστές, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, αν και είναι ελπιδοφόρο ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης έρευνας το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στο 24%.
Το κάπνισμα μειώνει τα συνολικά επίπεδα υγείας, επηρεάζοντας σχεδόν κάθε όργανο του σώματος, καθώς και την ποιότητα ζωής του καπνιστή και αποτελεί την κύρια αιτία πρόωρου θανάτου, σκοτώνοντας έως και τους μισούς καπνιστές, τόνισε η κ. Μητρούσκα, αναφέροντας πως στη χώρα μας η οφειλόμενη στο κάπνισμα θνησιμότητα αγγίζει το 19,3%.
Το κάπνισμα επιφέρει επιπλέον πολύ υψηλή κοινωνικοοικονομική επιβάρυνση με βάση το ΑΕΠ, υπογράμμισε, την οποία αδυνατεί να αντέξει ακόμη και η πιο εύρωστη οικονομικά κοινωνία.
Η εξάρτηση από τη νικοτίνη ταξινομείται από τον ΠΟΥ ως νόσος, επεσήμανε η ομιλήτρια, και δυστυχώς η εξάρτηση στην εφηβεία συμβαίνει με πολύ ταχείς ρυθμούς.
Το γεγονός, ωστόσο, πρόσθεσε, πως σήμερα γνωρίζουμε πλέον τον ακριβή τρόπο με τον οποίο δημιουργείται η εξάρτηση στη νικοτίνη, μας δίνει τη δυνατότητα να την αντιμετωπίσουμε. Η εξάρτηση στη νικοτίνη είναι πολύ ισχυρή, τόνισε, και η ελάττωση του καπνίσματος δεν ωφελεί, σε αντίθεση με τη διακοπή, η οποία αυξάνει το προσδόκιμο επιβίωσης σε όποια ηλικία κι αν συμβεί.
Όσον αφορά στην πρόληψη έναρξης του καπνίσματος στους εφήβους, υπογράμμισε η κ. Μητρούσκα, ασφαλώς απαιτούνται προγράμματα εκπαίδευσης στα σχολεία, απαιτείται ωστόσο και πολιτική βούληση για αυστηροποίηση της πολιτικής καπνίσματος σε αυτά, με πλήρη απαγόρευση καπνίσματος σε όλους τους χώρους και από όλα τα άτομα που βρίσκονται εκεί, ώστε να έχουμε πραγματικά ελεύθερα καπνού σχολεία.
56% των καπνιστών, συνέχισε η εισηγήτρια, δηλώνουν ότι η διακοπή του καπνίσματος είναι σημαντική για την υγεία τους, ωστόσο μόνο 12% δηλώνουν ότι θα σταματήσουν να καπνίζουν. Οι καπνιστές χρειάζονται βοήθεια, στήριξη στην απόφασή τους αυτή, πρόσθεσε, καθώς το ποσοστό καπνιστών που επιτυγχάνουν διακοπή του καπνίσματος μόνοι τους ανέρχεται σε μόλις 3%.
Δύο μέθοδοι είναι αποδεδειγμένα αποτελεσματικές στη διακοπή του καπνίσματος, η φαρμακοθεραπεία και η συμβουλευτική, με τα καλύτερα αποτελέσματα να επιτυγχάνονται με συνδυασμό των δύο προσεγγίσεων.
Ο καπνιστής πρέπει να απευθυνθεί σε Ιατρείο Διακοπής Καπνίσματος όταν δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνος του, διότι η υποστήριξη και η παρακολούθηση που προσφέρεται στα ιατρεία αυτά, σε συνδυασμό με τη φαρμακευτική αγωγή όταν αυτή χρειάζεται, αυξάνουν πάρα πολύ την πιθανότητα επιτυχίας στην προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος.
Τα Ιατρεία Διακοπής του Καπνίσματος είναι απαραίτητα, συνέχισε, και έχουν μέχρι σήμερα εξαιρετικά αποτελέσματα, θα πρέπει ωστόσο να στηριχθούν από την Πολιτεία προκειμένου να βελτιωθεί η στελέχωσή τους (ιδανική στελέχωση: Πνευμονολόγος, Γενικός Ιατρός, Παθολόγος /Ψυχίατρος, Νοσηλεύτρια, Ψυχολόγος, Διαιτολόγος, Γραμματειακή Υποστήριξη).
Ένα ζήτημα που αξίζει να μελετηθεί από το υπουργείο Υγείας, επεσήμανε η κ. Μητρούσκα, είναι η αποζημίωση των φαρμακοθεραπειών διακοπής του καπνίσματος, σύμφωνα με την πρακτική πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών, καθώς δεδομένα πραγματικής κλινικής πρακτικής καταδεικνύουν πως όταν οι θεραπείες διακοπής καπνίσματος αποζημιώνονται, η αύξηση των ποσοστών διακοπής του καπνίσματος είναι στατιστικά σημαντική και η συμμόρφωση βελτιώνεται.
Τα μέτρα για τον έλεγχο του καπνού μειώνουν τον αριθμό ατόμων που ξεκινούν το κάπνισμα, αυξάνουν τον αριθμό ατόμων που το διακόπτουν και σώζουν ζωές, κατέληξε ολοκληρώνοντας την εισήγησή της η ομιλήτρια.

Εμβόλια – το πιο οικονομικά αποτελεσματικό εργαλείο Δημόσιας Υγείας

Το λόγο έλαβε στη συνέχεια η κ. Μαρία Θεοδωρίδου, με θέμα της ομιλίας της τα εμβόλια, το πιο cost-effective εργαλείο δημόσιας υγείας, όπως χαρακτηρίστηκε από την κ. Καντζανού, από το προεδρείο.
Τα εμβόλια προλαμβάνουν όλο και περισσότερα νοσήματα, ξεκίνησε η ομιλήτρια, αναφέροντας πως η μεγάλη αύξηση στην παραγωγή νέων εμβολίων το τελευταίο ήμισυ του 20ού αιώνα οδήγησε σε κατακόρυφη μείωση των λοιμωδών νοσημάτων.
Τα ιατρικά και οικονομικά οφέλη του εμβολιασμού είναι πολλαπλά, καθώς αποτελεί ένα από τα λίγα προληπτικά μέτρα της Δημόσιας Υγείας που μπορούν να οδηγήσουν σε πραγματικά οικονομικά οφέλη και έχει αποδειχθεί η ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη ιατρική παρέμβαση που έχει ποτέ ανακαλυφθεί, εξήγησε η ομιλήτρια, επισημαίνοντας ωστόσο ότι η εφαρμογή εμβολιασμών επηρεάζεται από το εισόδημα των χωρών.
Το παγκόσμιο πρόγραμμα εξάλειψης της πολιομυελίτιδας έχει μειώσει δραματικά τη μετάδοση της νόσου παγκοσμίως, συνέχισε η κ. Θεοδωρίδου. Στην Ελλάδα, η πολιομυελίτιδα έχει εκριζωθεί και από το 2002 η χώρα μας έχει ανακηρυχθεί ελεύθερη πολιομυελίτιδας. Η εξάλειψη της ιλαράς, από την άλλη, δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, επεσήμανε, παρά το γεγονός πως κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα οι θάνατοι από ιλαρά έχουν μειωθεί κατά 74%.
Ο αριθμός νέων εμβολίων στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών αυξάνεται συνεχώς, υπογράμμισε η ομιλήτρια, καθώς η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών επικαιροποιεί συνεχώς το Εθνικό Χρονοδιάγραμμα Εμβολιασμού, με αποτέλεσμα το Πρόγραμμα Εμβολιασμών της Ελλάδας να είναι ένα από τα πλουσιότερα, περιλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό εμβολίων.
Παραθέτοντας στοιχεία για την εμβολιαστική κάλυψη στη χώρα μας, η κ. Θεοδωρίδου ανέφερε πως ανέρχεται σε 95,8% όσον αφορά στο εμβόλιο διφθερίτιδας-τετάνου-κοκκύτη, ενώ υψηλά ποσοστά έχουν καταγραφεί επίσης για το εμβόλιο της πολιομυελίτιδας και την πρώτη δόση του MMR, με υστέρηση ωστόσο στη δεύτερη δόση του τελευταίου εμβολίου. Παρ’ όλα αυτά, πρόσθεσε, υπάρχει μία ομάδα του πληθυσμού που υστερεί σαφώς στην εμβολιαστική κάλυψη, οι Ρομά, για τους οποίους θα πρέπει να υπάρξουν προγράμματα προσέγγισης και ενημέρωσης.
Ένας από τους λόγους πλημμελούς εμβολιαστικής κάλυψης, συνέχισε, είναι η αμφισβήτηση της αξίας των εμβολίων από μια μερίδα του πληθυσμού, που έχει οδηγήσει στο λεγόμενο αντιεμβολιαστικό κίνημα. Τα οφέλη, ωστόσο, από τα εμβόλια δεν πρέπει να επισκιάζονται από μύθους και παραπληροφόρηση, υπογράμμισε η ομιλήτρια, παρομοιάζοντας την εξάπλωση της παραπληροφόρησης μέσω του διαδικτύου με την εξάπλωση των λοιμωδών νοσημάτων.
Στην ελλιπή εμβολιαστική κάλυψη ελλοχεύει ο κίνδυνος για επανεμφάνιση νόσων ξεχασμένων από καιρό, εξήγησε, δίνοντας το παράδειγμα της ιλαράς, η οποία, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, επέστρεψε σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες που ήταν ελεύθερες της νόσου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η χώρα μας, η Τσεχία, η Αλβανία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θεωρούνται πλέον χώρες ελεύθερες ιλαράς, επεσήμανε η ομιλήτρια.
Οι εθνικοί στόχοι που έχουν τεθεί στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης, συνέχισε η κ. Θεοδωρίδου, είναι η μέγιστη δυνατή εμβολιαστική κάλυψη, η δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου εμβολιασμών με διασύνδεσή του με τον ατομικό ηλεκτρονικό φάκελο υγείας, ο συστηματικός εμβολιασμός ειδικών πληθυσμιακών ομάδων, η συνεχής επιδημιολογική επιτήρηση, η νομοθετική ρύθμιση για την εφαρμογή υποχρεωτικού εμβολιασμού ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο σε περιπτώσεις κινδύνου για τη Δημόσια Υγεία, η συστηματική επικοινωνιακή στρατηγική για τα οφέλη των εμβολιασμών και, τέλος, η σταθερή οικονομική στήριξη των εμβολιασμών από το ΕΣΥ.
Το παγκόσμιο όραμα, τόνισε η κ. Θεοδωρίδου ολοκληρώνοντας την ομιλία της, είναι όλα τα άτομα και οι κοινωνίες να ζουν χωρίς την απειλή από λοιμώδη νοσήματα που προλαμβάνονται με τα εμβόλια και στα χρόνια που ακολουθούν να επεκταθούν τα οφέλη των εμβολίων σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το πού γεννήθηκαν, ποιοι είναι, πού και πώς ζουν.

Προσυμπτωματικός έλεγχος στον καρκίνο

Ο κ. Ιωάννης Μπουκοβίνας, Παθολόγος-Ογκολόγος, Πρόεδρος της Εταιρείας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας (Ε.Ο.Π.Ε.), αναφέρθηκε στον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου, δηλώνοντας αρχικά πως είναι απολύτως αναγκαίο να αυξηθούν οι δαπάνες υγείας για τη νόσο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, εξήγησε, ο καρκίνος ως το 2030 θα έχει ξεπεράσει τα καρδιαγγειακά νοσήματα παγκοσμίως, επομένως θα πρέπει να γίνει ανακατανομή των πόρων του συστήματος υγείας, προκειμένου να αρθούν οι ανισότητες στην πρόσβαση των ασθενών στις υπηρεσίες υγείας.
Ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου, συνέχισε ο ομιλητής, θα πρέπει να διαθέτει μηχανισμούς συστηματικής κλήσης και παρακολούθησης για τα άτομα στα οποία έχει εντοπιστεί κάποιο παθολογικό εύρημα, να έχει ποσοστό συμμετοχής άνω του 70% του πληθυσμού-στόχου, να διαθέτει την απαραίτητη υποδομή και πόρους για την τακτική διεξαγωγή του ελέγχου και τη διάγνωση και θεραπεία των ατόμων στα οποία θα εντοπισθεί κάποιο παθολογικό εύρημα και, τέλος, να διαθέτει ένα σταθερό σύστημα παρακολούθησης και αξιολόγησης προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητά του.
Δεν έχουν όλες οι εξετάσεις προσυμπτωματικού ελέγχου την ίδια αποτελεσματικότητα, τόνισε ο κ. Μπουκοβίνας, αναφέροντας πως ενώ το τεστ Pap και η κολονοσκόπηση έχουν αδιαμφισβήτητα οφέλη, τα στοιχεία όσον αφορά στην αξονική για τον εντοπισμό καρκίνο του πνεύμονα και τη μαστογραφία για τον καρκίνο του μαστού είναι αμφιλεγόμενα, ενώ η εξέταση PSA για τον καρκίνο του προστάτη δεν θεωρείται χρήσιμη.
Τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του μαστού που εφαρμόζονται σε πολλές χώρες της Ευρώπης, εξήγησε ο ομιλητής, παρουσιάζουν προβλήματα όσον αφορά στην υπερδιάγνωση και τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα και ενδεχομένως ο τρόπος ελέγχου να πρέπει να διαφοροποιηθεί τα επόμενα χρόνια με χρήση νεότερων τεχνικών και εξατομικευμένης προσέγγισης.
Στην Ελλάδα, απαιτείται οργανωμένη προσπάθεια για λειτουργία του ΕΙΝΕ, δημιουργία δημοσίων και ιδιωτικών διαπιστευμένων μονάδων προσυμπτωματικού ελέγχου μαστού στις περιφέρειες, αποζημίωση από ΕΟΠΥΥ, διασύνδεση με τον ΗΦΑ, ανάπτυξη ασφαλιστικών κινήτρων για συμμετοχή των γυναικών, αξιολόγηση των μονάδων προσυμπτωματικού ελέγχου, καθώς και καταμέτρηση της επίπτωσης του οργανωμένου προσυμπτωματικού ελέγχου στη θνησιμότητα, συνέχισε ο κ. Μπουκοβίνας, αντιμετωπίζουμε ωστόσο προβλήματα όπως την έλλειψη γιατρών, την ανάγκη ανανέωσης του εξοπλισμού, τη μη αποδοχή-πληθυσμιακή κάλυψη της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας για τον έλεγχο του follow-up, την ελλιπή ανάπτυξη του ΗΦΑ και την έλλειψη εθνικού μητρώου.
Όσον αφορά στον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, ο ομιλητής παρέθεσε το παράδειγμα της Φινλανδίας, όπου όταν μια μελέτη κατέδειξε αναποτελεσματική σχέση κόστους-οφέλους για το υπάρχον πρόγραμμα, το πρόγραμμα άλλαξε χρησιμοποιώντας πλέον μια διπλή παρέμβαση με έλεγχο και εμβολιασμό.
Ιδιαίτερα ανησυχητικά εμφανίζονται τα ευρήματα μιας έρευνας στη χώρα μας σχετικά με τη διεξαγωγή προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του παχέος εντέρου, καθώς το 46,8% του δείγματος της μελέτης δήλωσε άγνοια της συνιστώμενης ηλικίας έναρξης ελέγχου για καρκίνο του εντέρου και μόλις το 11,2% ήταν ενήμερο για τη δοκιμασία λανθάνουσας αιμορραγίας στα κόπρανα, ενώ 91,7% των γυναικών και 89,1% των ανδρών άνω των 50 ετών δεν είχε πραγματοποιήσει ποτέ τη δοκιμασία. Τα αποτελέσματα αυτά, υπογράμμισε ο κ. Μπουκοβίνας, δείχνουν πως ο τομέας της πρόληψης στο πεδίο αυτό έχει μεγάλη ανάγκη χρηματοδότησης.
Αναφορικά με τον προσυμπτωματικό έλεγχο για καρκίνο του πνεύμονα, ο ομιλητής πρότεινε ότι θα πρέπει να ξεκινήσει πιλοτικά ένα πρόγραμμα, με χρηματοδότηση του ΕΙΝΕ-ΕΟΦ και με συμμετοχή διαπιστευμένων κέντρων.
Όσον αφορά στον καρκίνο του προστάτη, συνέχισε, η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να λειτουργήσει με μακροπρόθεσμους στόχους και όχι αποσπασματικές ενέργειες. Οι επιστημονικές ομάδες που συντάσσουν κατευθυντήριες οδηγίες για την πρώιμη ανίχνευση και διάγνωση του καρκίνου του προστάτη δεν συνιστούν προσυμπτωματικό έλεγχο στον γενικό πληθυσμό, ελλείψει αποδείξεων, κατέληξε ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ. Μπουκοβίνας.

Καρδιαγγειακός κίνδυνος

Η αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών νοσημάτων θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα, ξεκίνησε την ομιλία του ο κ. Κωνσταντίνος Τούτουζας, καθώς αποτελούν σήμερα την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως.
Δυστυχώς, πρόσθεσε, πρόκειται για μία κατηγορία νόσων που δεν είναι καθόλου εύκολο να οριοθετηθεί, καθώς υπάρχουν πολλές συνιστώσες που τα πυροδοτούν, όπως για παράδειγμα η αθηρωμάτωση, καινούργιες νόσοι και ο ρευματικός πυρετός, και τόσο οι παράγοντες κινδύνου όσο και τα προβλήματα διαφέρουν ανά χώρα. Αν και στην Ελλάδα οι προβλέψεις για τη στεφανιαία νόσο και την αθηρωμάτωση δείχνουν αρχικά ευοίωνες, ωστόσο η αθηρωμάτωση εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, όπως και οι ισχαιμικές καρδιοπάθειες, που επίσης αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα σε όλες τις ηλικίες.
Δεδομένης της αναμενόμενης αύξησης της επίπτωσης των καρδιαγγειακών νοσημάτων παγκοσμίως, υπογράμμισε ο κ. Τούτουζας, είναι ανάγκη να δράσουμε άμεσα. Το οικογενειακό ιστορικό, η προδιάθεση για τη νόσο προφανώς δεν μπορεί να αλλάξει, σχολίασε, μπορούμε όμως να επέμβουμε στους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, τους οποίους γνωρίζουμε και να τους μειώσουμε με συστηματικές παρεμβάσεις.
Θα πρέπει να τεθούν εθνικοί στόχοι όσον αφορά στους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, την ανθυγιεινή διατροφή και την παχυσαρκία, τόνισε, στόχοι όχι μόνο για τον γενικό πληθυσμό αλλά και εξειδικευμένοι στόχοι για συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού.
Η γρήγορη παρέμβαση είναι αναγκαία, υπογράμμισε ο ομιλητής. Δύο πολύ σημαντικοί στόχοι που είναι αναγκαίο να υλοποιηθούν άμεσα είναι η συστηματική εκτίμηση του κινδύνου στον γενικό πληθυσμό και η υποχρέωση του κράτους για ενημέρωση όλου του πληθυσμού -και εξειδικευμένα μέσω κατάλληλων παρεμβάσεων σε συγκεκριμένες ομάδες στις οποίες υπάρχει έλλειμμα πληροφόρησης, ολοκλήρωσε την εισήγησή του ο κ. Τούτουζας.

Αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια

Τον λόγο έλαβε ακολούθως ο κ. Κωνσταντίνος Βέμμος, αναφέροντας αρχικά πως οι οφειλόμενοι σε αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο θάνατοι στη χώρα μας εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 19.000 ετησίως. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μελέτης διάρκειας 22 ετών με τρεις καταγραφές που διεξήχθη στην Αρκαδία, σημείωσε ο ομιλητής, η επίπτωση των εγκεφαλικών επεισοδίων τόσο στον πληθυσμό της περιοχής όσο και της χώρας παρουσιάζει αύξηση, αν και είναι ελπιδοφόρο ότι η θνητότητα πρώτου μήνα παρουσίασε 28% μείωση, πέφτοντας από το 26,5% σε 22,1% στη διάρκεια των 22 ετών της μελέτης. Όσον αφορά στις εκβάσεις που καταγράφηκαν ένα έτος μετά το επεισόδιο, συνέχισε, 36,8% απεβίωσαν, 31,1% επιβίωσαν αλλά ήταν εξαρτώμενοι από τρίτα άτομα και 32,1% επιβίωσαν χωρίς εξάρτηση από τρίτους.
Η προτυποποιημένη ηλικιακά θνησιμότητα στη χώρα μας έχει μειωθεί σε σύγκριση με άλλες χώρες, ανέφερε ο εισηγητής, ενώ όσον αφορά στο κόστος περίθαλψης, τα στοιχεία για τη χώρα μας δείχνουν ότι προφανώς οι δαπάνες που γίνονται δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Ένα σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των εγκεφαλικών επεισοδίων, υπογράμμισε ο κ. Βέμμος, θα πρέπει να έχει ως κύριους στόχους τη μείωση του απόλυτου αριθμού εγκεφαλικών επεισοδίων κατά 10%, την αντιμετώπιση τουλάχιστον του 80% του συνόλου των ασθενών σε εξειδικευμένη μονάδα εγκεφαλικών εξαρχής, αλλά και τη συμπερίληψη στο σχέδιο δράσης όλου του φάσματος περίθαλψης από την πρόληψη έως τη φροντίδα μετά το επεισόδιο.
Ένας τομέας που απαιτεί άμεση παρέμβαση, συμπλήρωσε ο ομιλητής, είναι η κολπική μαρμαρυγή, που συνδέεται με την πρόκληση εγκεφαλικού επεισοδίου και αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα στη χώρα μας, καθώς σύμφωνα με επιδημιολογικά στοιχεία δεν δείχνει να μειώνεται.
Η οργάνωση μονάδων αντιμετώπισης εγκεφαλικών επεισοδίων στη χώρα μας είναι απαραίτητη, τόνισε ο κ. Βέμμος, με στόχο τη βελτίωση του χρόνου από την εμφάνιση του εγκεφαλικού ως την πρώτη αντιμετώπιση σε λιγότερο των 60 λεπτών προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι συνέπειες του επεισοδίου. Δυστυχώς, παράγοντες όπως η ελλιπής ενημέρωση, το κόστος και οι υποδομές δεν έχουν ακόμη επιτρέψει τη δημιουργία παρόμοιων μονάδων στη χώρα μας, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να αντιμετωπίζονται σε διάσπαρτους θαλάμους νοσοκομείων.
Η ετήσια επίπτωση της νόσου στη χώρα μας είναι «ικανοποιητική» χωρίς όμως να μειώνεται περαιτέρω, συνέχισε ο ομιλητής. Δυστυχώς όμως, είμαστε η πρώτη χώρα στην Ευρωζώνη με τη μεγαλύτερη θνητότητα 1ου μηνός λόγω μη επαρκούς θεραπείας στην οξεία φάση. Δεν υπάρχει κάποιο οργανωμένο σχέδιο σε εθνικό επίπεδο, ενώ υπάρχει έλλειψη οργάνωσης κατά την προ-νοσοκομειακή φάση, απουσία μονάδων αντιμετώπισης εγκεφαλικών επεισοδίων και ελάχιστα νοσοκομεία έχουν πρωτόκολλο αντιμετώπισης οξείας φάσης. Η κατάσταση είναι ίδια στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, η αποκατάσταση είναι ανεπαρκής στον μεγαλύτερο αριθμό των ασθενών και η συνολική οικονομική επιβάρυνση από τη νόσο είναι μεγάλη, τόνισε ο κ. Βέμμος.
Κλείνοντας την εισήγησή του, ο ομιλητής τόνισε πως εντός της επόμενης δεκαετίας θα πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα κάποιες απόλυτα αναγκαίες ενέργειες, όπως η ανάπτυξη συστήματος κεντρικής οργάνωσης αντιμετώπισης του προβλήματος, η εκπαίδευση γιατρών και νοσηλευτών, η μείωση της προ-και ενδο-νοσοκομειακής καθυστέρησης, η ανάπτυξη και οργάνωση Μονάδων/Κέντρων Οξέων Εγκεφαλικών (τουλάχιστον 28 μονάδων στα επόμενα 10 έτη) και, τέλος, η ανάπτυξη κέντρων αποκατάστασης και βοήθειας στο σπίτι.

Από τα τεκμήρια στην πολιτική

Έχει μεγάλη σημασία τα λεγόμενά μας να είναι evidence-based και να διατηρούμε τον ενθουσιασμό μας για να κάνουμε πράγματα που θα επιφέρουν βελτιώσεις στο υπάρχον σύστημα, δήλωσε ο κ. Άγις Τσουρός, ξεκινώντας την παρέμβασή του. Η χάραξη πολιτικών είναι ένα πρώτο σημαντικό βήμα, αλλά ιδιαίτερη σημασία έχει και η τελική τους υλοποίηση, η οποία δεν είναι πάντα επιτυχημένη.
Η Δημόσια Υγεία είναι σήμερα 50% πολιτική, 25% διπλωματία και 25% επιστημονικά στοιχεία, επεσήμανε ο ομιλητής. Όταν εκπονούμε ένα Σχέδιο Υγείας πρέπει να αναρωτηθούμε πώς θέλουμε στην πραγματικότητα να είναι αυτό, αν επιθυμούμε να είναι απλά ένα άθροισμα επιμέρους σχεδίων ή αν θέλουμε να αντανακλά κάποιες βασικές αξίες που η χώρα μας και κάθε χώρα έχει ανάγκη.
Ένα Σχέδιο Υγείας πρέπει να περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των ανισοτήτων ως βασική του συνιστώσα, πρόσθεσε ο κ. Τσουρός. Οι παράγοντες κινδύνου έχουν ασφαλώς τη σημασία τους για τη δημόσια υγεία, συνέχισε, ωστόσο η βάση για διατομεακές αποφάσεις πρέπει να είναι οι κοινωνικοί προσδιοριστές της υγείας.
Σήμερα, ανέφερε ο εισηγητής, οι μεγάλες αποφάσεις και οι μεγάλες παρεμβάσεις βρίσκονται εκτός των υπουργείων, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα να μπουν τα θέματα δημόσιας υγείας στην πολιτική ατζέντα και επισημαίνοντας ότι η αρχή έγινε με το Σχέδιο Δράσης για την αντιμετώπιση του καπνίσματος.
Ένα σχέδιο υγείας αποτελεί ένα πλαίσιο με τις αξίες που θέλουμε να έχει η χώρα μας, τόνισε ο κ. Τσουρός, επομένως απαιτεί διαβούλευση, πρέπει να είναι value-based και χρειάζεται να αντιμετωπίζει τις προτεραιότητες με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις και όχι με τα παλιά δεδομένα.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία δεν είναι μεμονωμένοι, αλλά αθροίζονται, εξήγησε, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την υιοθέτηση μιας προσέγγισης που να καλύπτει κάθε στάδιο της ζωής και να είναι βασισμένη στον πληθυσμό (life-course, population-based), από την οποία θα λείπουν οι ανισότητες.
Φυσικά, συμπλήρωσε, αυτό απαιτεί αφενός πόρους αφετέρου οργάνωση, ωστόσο χρειαζόμαστε πολιτικές υγείας προσαρμοσμένες στον 21ο αιώνα και το σύστημα δημόσιας υγείας μπορεί να αποτελέσει τον προπομπό των πολιτικών αυτών.
Η δημόσια υγεία πρέπει να αποκτήσει επιτέλους την αξία που της αναλογεί, επεσήμανε ο κ. Τσουρός. για να αλλάξουν ωστόσο ουσιαστικά τα πράγματα απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση, όραμα και θέληση.